μεταναγιγνώσκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[repent]] of a [[thing]], c. gen., Soph.
|mdlsjtxt=Pass. to [[repent]] of a [[thing]], c. gen., Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Medium diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Low diacritics: μεταναγιγνώσκομαι Capitals: ΜΕΤΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: metanagignṓskomai Transliteration B: metanagignōskomai Transliteration C: metanagignoskomai Beta Code: metanagignw/skomai

English (LSJ)

Pass., repent of, c. gen., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (Herm. for θυμὸν)… μεγάλων τε νεικέων S.Aj.717 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

μεταναγιγνώσκομαι: настраиваться на другой лад, передумывать: Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ τ᾽ Ἀτρείδαις Soph. Эант отвратил свой гнев от Атридов.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανοῶ ἐπί τινι, μετὰ γεν., Αἴας μετανεγνώσθη θυμοῦ (οὕτως ὁ Ἕρμ. ἀντὶ τοῦ θυμόν)... μεγάλων τε νεικέων Σοφ. Αἴ. 717· ἀλλὰ τὸ ἐγνώσθην εἴτε ἁπλοῦν εἴτε σύνθετον, οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ μετὰ ἐνεργητικῆς σημασίας, ὥστε πιθανῶς εἶναι παθητικόν, καὶ πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ «μετεπείσθη» ἢ κατὰ τὸν Ἡσύχ. «μετανεπείσθη», ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

μεταναγιγνώσκομαι (Α)
μετανοώ για κάτι, μεταπείθομαι, αλλάζω γνώμηΑἴας μετανεγνώσθη θυμῶν... μεγάλων τε νεικέων», Σοφ.).

Greek Monotonic

μεταναγιγνώσκομαι: Παθ., μετανιώνω για κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Middle Liddell

Pass. to repent of a thing, c. gen., Soph.