μιξοβάρβαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(1ba)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=miksovarvaros
|Transliteration C=miksovarvaros
|Beta Code=micoba/rbaros
|Beta Code=micoba/rbaros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">halfbarbarian half Greek</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>138</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.1.15</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Mx.</span>245d</span>.</span>
|Definition=μιξοβάρβαρον, [[semibarbarian]], [[half barbarian and half Greek]], E.Ph.138, X.HG2.1.15, Pl.Mx.245d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à moitié barbare]].<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[βάρβαρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μιξοβάρβᾰρος:''' [[полуварварский]] Eur., Xen., Plat. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μιξοβάρβᾰρος''': κατὰ τὸ ἥμισυ [[βάρβαρος]] καὶ κατὰ τὸ [[ἄλλο]] [[Ἕλλην]], Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.
|lstext='''μιξοβάρβᾰρος''': κατὰ τὸ ἥμισυ [[βάρβαρος]] καὶ κατὰ τὸ [[ἄλλο]] [[Ἕλλην]], Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à moitié barbare.<br />'''Étymologie:''' [[μίγνυμι]], [[βάρβαρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''μιξοβάρβαρος:''' [[μισός]] [[βάρβαρος]] - [[μισός]] [[Έλληνας]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''μιξοβάρβαρος:''' [[μισός]] [[βάρβαρος]] - [[μισός]] [[Έλληνας]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''μιξοβάρβᾰρος:''' полуварварский Eur., Xen., Plat. etc.
|mdlsjtxt=[[half]] [[barbarian]] [[half]] Greek, Eur., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[half-barbarous]], [[half-foreign]]
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=<br />[[half]] [[barbarian]] [[half]] Greek, Eur., Xen.
|mantxt=(=μισός [[βάρβαρος]] καί μισός Ἕλληνας). Ἀπό τό [[μίγνυμι]] + [[βάρβαρος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μίγνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξοβάρβᾰρος Medium diacritics: μιξοβάρβαρος Low diacritics: μιξοβάρβαρος Capitals: ΜΙΞΟΒΑΡΒΑΡΟΣ
Transliteration A: mixobárbaros Transliteration B: mixobarbaros Transliteration C: miksovarvaros Beta Code: micoba/rbaros

English (LSJ)

μιξοβάρβαρον, semibarbarian, half barbarian and half Greek, E.Ph.138, X.HG2.1.15, Pl.Mx.245d.

German (Pape)

[Seite 188] halb barbarisch, halb griechisch; Eur. Phoen. 140; Plat. Menex. 245 d; Xen. Hell. 2, 1, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié barbare.
Étymologie: μίγνυμι, βάρβαρος.

Russian (Dvoretsky)

μιξοβάρβᾰρος: полуварварский Eur., Xen., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μιξοβάρβᾰρος: κατὰ τὸ ἥμισυ βάρβαρος καὶ κατὰ τὸ ἄλλο Ἕλλην, Εὐρ. Φοίν. 138, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 15, Πλάτ. Μενέξ. 245D.

Greek Monolingual

και μειξοβάρβαρος, -η, -ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, -ον, Α και μειξοβάρβαρος, -ον)
μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη
(για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε έθνος το οποίο αποτελείται από διάφορα βαρβαρικά φύλα
2. αυτός που χρησιμοποιεί γλώσσα ανάμικτη με βαρβαρισμούς, αυτός που μιλά μικτή γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + βάρβαρος.

Greek Monotonic

μιξοβάρβαρος: μισός βάρβαρος - μισός Έλληνας, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

half barbarian half Greek, Eur., Xen.

English (Woodhouse)

half-barbarous, half-foreign

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μισός βάρβαρος καί μισός Ἕλληνας). Ἀπό τό μίγνυμι + βάρβαρος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μίγνυμι.