κατειρωνεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(13_5)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateironeyomai
|Transliteration C=kateironeyomai
|Beta Code=kateirwneu/omai
|Beta Code=kateirwneu/omai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">use irony towards, banter</b>, τινας Plu.2.211d, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cat.Ma.</span>11</span>; τινος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>7.8.1</span>, al., <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.198b</span>; τῆς ἀγνοίας <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.3.1</span>: abs., -όμενος <b class="b2">jestingly</b>, <span class="bibl">Parth.7.2</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Agis</span>18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">treat in a spirit of raillery</b>, τι <span class="bibl">Id.<span class="title">Comp.Dem.Cic.</span>1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">feign</b>, πένθος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span> 2.2.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">conceal, dissimulate</b>, <b class="b3">τὴν ἐξουσίαν, τὸν χρησμόν</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phoc.</span> 29</span>, <span class="bibl"><span class="title">Comp.Ages.Pomp.</span>1</span>; ὑπόσχεσιν <span class="bibl">Aristaenet.1.4</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[use irony towards]], [[banter]], τινας Plu.2.211d, cf. ''Cat.Ma.''11; τινος J.''BJ''7.8.1, al., Jul.''Or.''6.198b; τῆς ἀγνοίας J.''BJ''4.3.1: abs., -όμενος [[jestingly]], Parth.7.2, cf. Plu.''Agis''18.<br><span class="bld">2</span> [[treat in a spirit of raillery]], τι Id.''Comp.Dem.Cic.''1.<br><span class="bld">II</span> [[feign]], πένθος J.''BJ'' 2.2.5.<br><span class="bld">2</span> [[conceal]], [[dissimulate]], <b class="b3">τὴν ἐξουσίαν, τὸν χρησμόν</b>, Plu.''Phoc.'' 29, ''Comp.Ages.Pomp.''1; ὑπόσχεσιν Aristaenet.1.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] sich der Ironie gegen Einen bedienen, um ihn zu täuschen od. zu verspotten, ihn durch Verstellung verspotten; τινός, Sp., wie Plut., z. B. Lacon. apophth. p. 182; absolut, = simplex, de aud. poet. p. 117; πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ, d. i. lächerlich machen, comp. Dem. 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1394.png Seite 1394]] sich der Ironie gegen Einen bedienen, um ihn zu täuschen od. zu verspotten, ihn durch Verstellung verspotten; τινός, Sp., wie Plut., z. B. Lacon. apophth. p. 182; absolut, = simplex, de aud. poet. p. 117; πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ, d. i. lächerlich machen, comp. Dem. 1.
}}
{{bailly
|btext=parler à qqn ironiquement ; se jouer de (soit pour tromper, soit pour railler) : τινος de qqn ; τι traiter qch légèrement et en se moquant.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰρωνεύομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-ειρωνεύομαι in de maling nemen. verbergen, verzwijgen:. κ. τὴν ἐξουσίαν zijn macht verborgen houden Plut. Phoc. 29.3.
}}
{{elru
|elrutext='''κατειρωνεύομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[притворно скрывать]] (τὴν ἐξουσίαν φαυλότητι χλαμυδίου Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[вышучивать]], [[высмеивать]] (τὸν χρησμόν Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''κατειρωνεύομαι''': ἀποθ., μεταχειρίζομαι εἰρωνείαν [[πρός]] τινα, ἵνα τὸν περιπαίξω ἢ τὸν ἀπατήσω, τινος Πλούτ. 2. 211D, πρβλ.Wyttenb. 31Ε· πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ κατειρωνευόμενος, καταγελῶν καὶ περιπαίζων, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 1. 2)προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., τοὺς βαρβάρους διαφθείρειν κατ. Θεοφυλάκτ. Σιμ. Ἱστ. 100Α· (ὁ Φώτ. «κατειρωνεύεται· μεγαλοφρονεῖ, ὑποκρίνεται, δολιεύεται» καὶ «κατειρωνευσάμενοι· καταρρᾳθυμήσαντες καὶ στρατευσάμενοι· [[ὅθεν]] καὶ εἴρωνα τὸν ἀργὸν λέγουσιν»), πρβλ. καὶ Συνεσ. Ἐπιστ. 121 σ. 257C σὺ δὲ ἀκκιεῖ καὶ κατειρωνεύσει.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[κατειρωνεύομαι]])<br />[[μεταχειρίζομαι]] [[ειρωνεία]] για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, [[ειρωνεύομαι]] υπερβολικά κάποιον, [[σκώπτω]], [[περιπαίζω]], [[χλευάζω]] («[[αὐτός]]... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>2.</b> [[αποκρύπτω]], [[καλύπτω]] («τὸν δὲ χρησμὸν κατειρωνευσάμενος τὸν περὶ τῆς χωλότητος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατειρωνεύομαι:''' αποθ., [[χρησιμοποιώ]] [[ειρωνεία]] [[έναντι]] κάποιου, [[υποτιμώ]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to use [[irony]] [[towards]], to [[dissemble]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειρωνεύομαι Medium diacritics: κατειρωνεύομαι Low diacritics: κατειρωνεύομαι Capitals: ΚΑΤΕΙΡΩΝΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kateirōneúomai Transliteration B: kateirōneuomai Transliteration C: kateironeyomai Beta Code: kateirwneu/omai

English (LSJ)

A use irony towards, banter, τινας Plu.2.211d, cf. Cat.Ma.11; τινος J.BJ7.8.1, al., Jul.Or.6.198b; τῆς ἀγνοίας J.BJ4.3.1: abs., -όμενος jestingly, Parth.7.2, cf. Plu.Agis18.
2 treat in a spirit of raillery, τι Id.Comp.Dem.Cic.1.
II feign, πένθος J.BJ 2.2.5.
2 conceal, dissimulate, τὴν ἐξουσίαν, τὸν χρησμόν, Plu.Phoc. 29, Comp.Ages.Pomp.1; ὑπόσχεσιν Aristaenet.1.4.

German (Pape)

[Seite 1394] sich der Ironie gegen Einen bedienen, um ihn zu täuschen od. zu verspotten, ihn durch Verstellung verspotten; τινός, Sp., wie Plut., z. B. Lacon. apophth. p. 182; absolut, = simplex, de aud. poet. p. 117; πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ, d. i. lächerlich machen, comp. Dem. 1.

French (Bailly abrégé)

parler à qqn ironiquement ; se jouer de (soit pour tromper, soit pour railler) : τινος de qqn ; τι traiter qch légèrement et en se moquant.
Étymologie: κατά, εἰρωνεύομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ειρωνεύομαι in de maling nemen. verbergen, verzwijgen:. κ. τὴν ἐξουσίαν zijn macht verborgen houden Plut. Phoc. 29.3.

Russian (Dvoretsky)

κατειρωνεύομαι:
1 притворно скрывать (τὴν ἐξουσίαν φαυλότητι χλαμυδίου Plut.);
2 вышучивать, высмеивать (τὸν χρησμόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κατειρωνεύομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαι εἰρωνείαν πρός τινα, ἵνα τὸν περιπαίξω ἢ τὸν ἀπατήσω, τινος Πλούτ. 2. 211D, πρβλ.Wyttenb. 31Ε· πράγματα σπουδῆς ἄξια γέλωτι καὶ παιδιᾷ κατειρωνευόμενος, καταγελῶν καὶ περιπαίζων, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Δημ. κ. Κικ. 1. 2)προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρ., τοὺς βαρβάρους διαφθείρειν κατ. Θεοφυλάκτ. Σιμ. Ἱστ. 100Α· (ὁ Φώτ. «κατειρωνεύεται· μεγαλοφρονεῖ, ὑποκρίνεται, δολιεύεται» καὶ «κατειρωνευσάμενοι· καταρρᾳθυμήσαντες καὶ στρατευσάμενοι· ὅθεν καὶ εἴρωνα τὸν ἀργὸν λέγουσιν»), πρβλ. καὶ Συνεσ. Ἐπιστ. 121 σ. 257C σὺ δὲ ἀκκιεῖ καὶ κατειρωνεύσει.

Greek Monolingual

(AM κατειρωνεύομαι)
μεταχειρίζομαι ειρωνεία για να περιγελάσω ή να απατήσω κάποιον, ειρωνεύομαι υπερβολικά κάποιον, σκώπτω, περιπαίζω, χλευάζωαὐτός... ἐπαύσατο φενακίζων καὶ κατειρωνευόμενος», Πλούτ.)
αρχ.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. αποκρύπτω, καλύπτω («τὸν δὲ χρησμὸν κατειρωνευσάμενος τὸν περὶ τῆς χωλότητος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

κατειρωνεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ ειρωνεία έναντι κάποιου, υποτιμώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

Dep. to use irony towards, to dissemble, Plut.