βίβημι: Difference between revisions
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[stride]], only in [[part]]., μακρὰ [[βιβάς]] Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 3 March 2024
English (LSJ)
poet. collat. form of βαίνω, to stride, used by Hom. only in part., μακρὰ βιβάς Il.7.213, al.; ὕψι βιβάντα 13.371, al. (v. βιβάω): Dor. 3sg. βίβαντι Epigr.Lacon. ap. Poll.4.102.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [lacon. 3a plu. βίβαντι epigr. en Poll.4.102]
caminar, andar μακρὰ βιβάς Il.7.213, cf. 3.22, ὕψι βιβάντα a él que marchaba ufano, Il.13.371, cf. A.D.Adu.175.18, 198.1, 17, μακρὰ βιβᾶσα de un alma en el Hades Od.11.539
•tal vez montar, saltar κοῦφα βιβάς (al carro), Hes.Sc.323, χείλια ... βίβαντι saltan mil veces epigr.l.c., cf. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés. nomin. masc. βιβάς, fém. βιβᾶσα, et acc. masc. βιβάντα;
faire des enjambées, aller à grands pas.
Étymologie: cf. βαίνω, marcher.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βίβημι βαίνω poët., alleen ptc. praes. βιβάς, stappen:. μακρὰ βιβάς met grote passen Il. 7.213.
Russian (Dvoretsky)
βίβημι: = *βιβάσθω.
Greek (Liddell-Scott)
βίβημι: ποιητ. ἰσοδ. τύπος τοῦ βαίνω, περιπατῶ, βαδίζω, ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβὰς Ἰλ. Η. 213, κτλ.· ὕψι βιβάντα Ν. 371, κτλ. (καὶ νεώτεροι ἐκδόται ἀναγινώσκουσι βιβάντα, βιβᾶσα ἐν τοῖς χωρίοις τοῖς μνημονευθεῖσιν ὑπὸ τὸ ἄρθρον βιβάω)· Δωρ. γ΄ πληθ. βίβαντ, Ἐπιγρ. Λακων ἐν Ahrens Δ. Δωρ. σ. 483.
English (Autenrieth)
(parallel forms of βαίνω), pres. part. βιβάσθων and βιβάς, acc. βιβάντα and βιβῶντα, fem. βιβῶσα: stride along, stalk; usually μακρὰ βιβάς, ‘with long strides,’ ὕψι βιβάντα, Il. 13.371.
Greek Monotonic
βίβημι: ποιητ. τύπος του βαίνω, βηματίζω· στον Όμ. μόνο ως μτχ., μακρὰ βιβάς, σε Ομήρ. Ιλ.