ἐπικαταψεύδομαι: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep. to [[tell]] lies [[besides]], Hdt., Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
A tell lies besides, Hdt.3.63, Th.8.74, D.H. 3.2.
II. accuse falsely, J.AJ17.5.5.
2. ἐ. θηλύτητα τῆς ὄψεως give a false appearance of femininity, ib.19.1.5.
German (Pape)
[Seite 947] noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
nuire encore à qqn par des mensonges.
Étymologie: ἐπί, καταψεύδομαι.
Greek Monolingual
ἐπικαταψεύδομαι (Α) καταψεύδομαι
1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον
2. κατηγορώ ψευδώς
3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα.
Greek Monotonic
ἐπικαταψεύδομαι: αποθ., ψεύδομαι πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταψεύδομαι: привирать, лгать (при этом) (ἔλεγε οὐδὲν ἐπικατεψευσμένος Her.): καὶ ἄλλα πολλὰ ἐπικαταψευδόμενος ἔλεγεν Thuc. и (Херей) добавил к этому много другой лжи.