ἀντεικάζω: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[compare]] in [[return]], τινά τινι Ar.; absol., Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 3 March 2024
English (LSJ)
fut. -άσομαι Pl.Men.8cc: aor. -ῄκασα Ar.V.1311, subj. -εικάσω Pl. l.c.:—compare in return, τινάτινι Ar. l.c.: c. acc., Pl. l.c.:—hence ἀντεικασία, ἡ, Sch. Ven.Il.8.560.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. -άσομαι Pl.Men.80c; aor. -ῄκασα Ar.V.1311; subj. -εικάσω Pl.Men.80c]
comparar a su vez αὐτὸν πάρνοπι Ar.l.c., ἵνα σε ἀντεικάσω para que yo te compare a mi vez Pl.l.c.
German (Pape)
[Seite 245] dagegen vergleichen, ἀντεικάσομαι Plat. Men. 80 c; ἀντῄκασ' αὐτόν τινι Ar. Vesp. 1311.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντεικάσομαι, ao. ἀντῄκασα;
comparer les faits : τινά τινι confronter qqn avec un autre pour juger de la ressemblance.
Étymologie: ἀντί, εἰκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεικάζω: (fut. ἀντεικάσομαι) со своей стороны сравнивать, уподоблять (τινά τινι Arph. и τινά Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεικάζω: μέλλ. -άσομαι Πλάτ. Μένων 80C: ἀόρ. -ῄκασα Ἀριστοφ. Σφ. 1311, ὑποτακτ. -εικάσω Πλάτ. αὐτόθι: - παρομοιάζω τι καὶ ἐγὼ πρὸς ἄλλο, λέγω ὅτι εἶναι ὅμοιον μὲ..., ὁ δὲ ἀνακραγὼν ἀντῄκασ’ αὐτὸν πάρνοπι Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ.: ἀπολ., Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - Ἐντεῦθεν -κασία, ἡ, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Θ. 560.
Greek Monolingual
ἀντεικάζω (Α)
παρομοιάζω κι εγώ κάτι με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
ἀντεικάζω: μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ -ῄκασα· συγκρίνω, παρομοιάζω, τινά τινι, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Πλάτ.