ἀποχάζομαι: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep., only in pres., to [[withdraw]] from a [[place]], c. gen., Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
withdraw from, βόθρου Od.11.05; γραφίδων APl.4.181 (Jul. Aegypt.): abs., ἀποχασθῇ· ἀποθάνῃ, Hsch.:—Act., only in aor. imper. ἀπόχασον· ἀποχώρησον, Id.
Spanish (DGE)
retirarse, alejarse c. gen. βόθρου Od.11.95, γραφίδων AP 16.181 (Iul.Aegypt.), πολέμων Nonn.D.Perioche 57, de la luna ἀποχαζομένη Ὑπερίονος Man.2.483, μελέων Apoll.Met.Ps.37.19, cf. Hsch.
•abstenerse de c. inf. βαίνειν Eudoc.Cypr.2.288
•euf. por morir Hsch.
German (Pape)
[Seite 335] (s. χάζομαι). dep. med., sich von etwas zurückziehen, βόθρου Od. 11, 95; das act. Hesych.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
s'éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, χάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχάζομαι: отступать, отходить (τινος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχάζομαι: ἀποθ., ἀποσύρομαι, ἀλλ’ ἀποχάζεο βόθρου, χάζεο ἀπὸ βόθρου, ἀποχώρησον ἀπ’ αὐτοῦ, Ὀδ. Λ. 95· ἀλλὰ τάχος γραφίδων ἀποχάζεο Ἀνθ. Πλαν. 1881. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, «ἀπόχασον, ἀποχώρησον».
English (Autenrieth)
withdraw from; βόθρου, Od. 11.95†.
Greek Monolingual
ἀποχάζομαι (Α) χάζω, -ομαι]
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.
Greek Monotonic
ἀποχάζομαι: αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν τόπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.