συνοργίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "s’" to "s'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synorgizomai
|Transliteration C=synorgizomai
|Beta Code=sunorgi/zomai
|Beta Code=sunorgi/zomai
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -ισθήσομαι <span class="bibl">D.21.100</span>, -ιοῦμαι <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>42.29</span>: aor. συνωργίσθην <span class="bibl">D.21.6</span>:—to [[be angry together]], τοῖς ἀδικηθεῖσιν <span class="bibl">Isoc. 4.181</span>, cf. Plu.2.490c: abs., <span class="bibl">D.21.6</span>, Plu.2.63c, Marin.<span class="title">Procl.</span>20; [[meet anger with anger]], Phld.<span class="title">Ir.</span>p.34 W.</span>
|Definition=fut. συνοργισθήσομαι D.21.100, συνοργιοῦμαι Lib.''Or.''42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to [[be angry together]], τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.''Procl.''20; [[meet anger with anger]], Phld.''Ir.''p.34 W.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνοργίζομαι''': μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη [[Διόνυσος]] Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />[[s'associer à la colère]] <i>ou</i> [[s'associer à l'indignation de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀργίζομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνοργίζομαι &#91;[[σύν]], [[ὀργίζομαι]]] [[zich mede boos maken op]], met dat.
}}
{{pape
|ptext=pass., <i>mit, [[zugleich]], [[zusammen]] [[zürnen]]</i>; συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσι, Isocr. 4.181; fut. συνοργισθήσομαι, Dem. 21.100; Folgde, wie Pol. 3.31.9, Plut. <i>am. et ad. discr</i>. 31, Luc. <i>Abdic</i>. 9.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />s'associer à la colère <i>ou</i> à l’indignation de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὀργίζομαι.
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) [[вместе сердиться]] Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
|lstext='''συνοργίζομαι''': μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη [[Διόνυσος]] Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 -ωργίσθην<br />Dep.:— to be [[angry]] [[together]] with, τινι Isocr., Dem., etc.
|mdlsjtxt=aor1 -ωργίσθην<br />Dep.:— to be [[angry]] [[together]] with, τινι Isocr., Dem., etc.
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοργίζομαι Medium diacritics: συνοργίζομαι Low diacritics: συνοργίζομαι Capitals: ΣΥΝΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synorgízomai Transliteration B: synorgizomai Transliteration C: synorgizomai Beta Code: sunorgi/zomai

English (LSJ)

fut. συνοργισθήσομαι D.21.100, συνοργιοῦμαι Lib.Or.42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to be angry together, τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.Procl.20; meet anger with anger, Phld.Ir.p.34 W.

French (Bailly abrégé)

f. συνοργισθήσομαι, réc. συνοργιοῦμαι, ao. συνωργίσθην;
s'associer à la colère ou s'associer à l'indignation de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀργίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.

German (Pape)

pass., mit, zugleich, zusammen zürnen; συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσι, Isocr. 4.181; fut. συνοργισθήσομαι, Dem. 21.100; Folgde, wie Pol. 3.31.9, Plut. am. et ad. discr. 31, Luc. Abdic. 9.

Russian (Dvoretsky)

συνοργίζομαι: (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.

Greek Monolingual

A
οργίζομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀργίζομαι (< ὀργή)].

Greek Monotonic

συνοργίζομαι: αόρ. αʹ -ωργίσθην, αποθ., οργίζομαι, θυμώνω από κοινού με, τινι, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συνοργίζομαι: μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.

Middle Liddell

aor1 -ωργίσθην
Dep.:— to be angry together with, τινι Isocr., Dem., etc.