συνοργίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synorgizomai
|Transliteration C=synorgizomai
|Beta Code=sunorgi/zomai
|Beta Code=sunorgi/zomai
|Definition=fut. -ισθήσομαι <span class="bibl">D.21.100</span>, -ιοῦμαι <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>42.29</span>: aor. συνωργίσθην <span class="bibl">D.21.6</span>:—to [[be angry together]], τοῖς ἀδικηθεῖσιν <span class="bibl">Isoc. 4.181</span>, cf. Plu.2.490c: abs., <span class="bibl">D.21.6</span>, Plu.2.63c, Marin.<span class="title">Procl.</span>20; [[meet anger with anger]], Phld.<span class="title">Ir.</span>p.34 W.
|Definition=fut. συνοργισθήσομαι D.21.100, συνοργιοῦμαι Lib.''Or.''42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to [[be angry together]], τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.''Procl.''20; [[meet anger with anger]], Phld.''Ir.''p.34 W.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />s'associer à la colère <i>ou</i> à l'indignation de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὀργίζομαι.
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />[[s'associer à la colère]] <i>ou</i> [[s'associer à l'indignation de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀργίζομαι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.
|elnltext=συνοργίζομαι &#91;[[σύν]], [[ὀργίζομαι]]] [[zich mede boos maken op]], met dat.
}}
{{pape
|ptext=pass., <i>mit, [[zugleich]], [[zusammen]] [[zürnen]]</i>; συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσι, Isocr. 4.181; fut. συνοργισθήσομαι, Dem. 21.100; Folgde, wie Pol. 3.31.9, Plut. <i>am. et ad. discr</i>. 31, Luc. <i>Abdic</i>. 9.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
|elrutext='''συνοργίζομαι:''' (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) [[вместе сердиться]] Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''συνοργίζομαι:''' αόρ. αʹ <i>-ωργίσθην</i>, αποθ., οργίζομαι, [[θυμώνω]] από κοινού με, <i>τινι</i>, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:40, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοργίζομαι Medium diacritics: συνοργίζομαι Low diacritics: συνοργίζομαι Capitals: ΣΥΝΟΡΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synorgízomai Transliteration B: synorgizomai Transliteration C: synorgizomai Beta Code: sunorgi/zomai

English (LSJ)

fut. συνοργισθήσομαι D.21.100, συνοργιοῦμαι Lib.Or.42.29: aor. συνωργίσθην D.21.6:—to be angry together, τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isoc. 4.181, cf. Plu.2.490c: abs., D.21.6, Plu.2.63c, Marin.Procl.20; meet anger with anger, Phld.Ir.p.34 W.

French (Bailly abrégé)

f. συνοργισθήσομαι, réc. συνοργιοῦμαι, ao. συνωργίσθην;
s'associer à la colère ou s'associer à l'indignation de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀργίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοργίζομαι [σύν, ὀργίζομαι] zich mede boos maken op, met dat.

German (Pape)

pass., mit, zugleich, zusammen zürnen; συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσι, Isocr. 4.181; fut. συνοργισθήσομαι, Dem. 21.100; Folgde, wie Pol. 3.31.9, Plut. am. et ad. discr. 31, Luc. Abdic. 9.

Russian (Dvoretsky)

συνοργίζομαι: (fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.: συνοργισθῆναι τοῖς ἀδικηθεῖσιν Isocr. разделить гнев обиженных.

Greek Monolingual

A
οργίζομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀργίζομαι (< ὀργή)].

Greek Monotonic

συνοργίζομαι: αόρ. αʹ -ωργίσθην, αποθ., οργίζομαι, θυμώνω από κοινού με, τινι, σε Ισοκρ., Δημ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συνοργίζομαι: μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη Διόνυσος Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ.

Middle Liddell

aor1 -ωργίσθην
Dep.:— to be angry together with, τινι Isocr., Dem., etc.