Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalorrimon
|Transliteration C=megalorrimon
|Beta Code=megalorrh/mwn
|Beta Code=megalorrh/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">talking big</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>11(12).4</span>, Men.Prot.<span class="bibl">p.11</span> D.; in good sense, [[magniloquent]], <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>6.11</span>. Adv. -όνως <span class="bibl">Poll.9.147</span>.</span>
|Definition=μεγαλορρήμον, gen. ονος, [[talking big]], [[LXX]] ''Ps.''11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, [[magniloquent]], [[arrogant]], Philostr.''VA''6.11. Adv. [[μεγαλορρημόνως]] = [[arrogantly]] Poll.9.147.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. -όνως, [[Πολυδ]]. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι [[μεγαλορρήμων]], [[καυχηματίας]], Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, [[καύχησις]], κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3).
|lstext='''μεγᾰλορρήμων''': -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, [[ὑπερήφανος]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. [[μεγαλορρημόνως]], Πολυδ. Θ΄, 147· ― [[μεγαλορρημονέω|μεγᾰλορρημονέω]], εἶμαι [[μεγαλορρήμων]], [[καυχηματίας]], Στράβ. 601· ― [[μεγαλορρημονία]], ἡ, [[καύχησις]], [[κομπορρημοσύνη]], Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ [[μεγαλορρημοσύνη|μεγᾰλορρημοσύνη]], ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλορρήμων]], -ον)<br />[[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με καλή [[σημασία]]) [[στομφώδης]], [[πομπώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλορρημόνως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥῆμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κομπο</i>-<i>ρρήμων</i>].
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλορρήμων]], -ον)<br />[[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με καλή [[σημασία]]) [[στομφώδης]], [[πομπώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλορρημόνως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥῆμα]]), [[πρβλ]]. [[κομπορρήμων]]].
}}
{{pape
|ptext=ον, <i>[[großsprecherisch]], Vetera Lexica</i><br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 9.147.
}}
}}

Latest revision as of 21:19, 5 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλορρήμων Medium diacritics: μεγαλορρήμων Low diacritics: μεγαλορρήμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: megalorrḗmōn Transliteration B: megalorrēmōn Transliteration C: megalorrimon Beta Code: megalorrh/mwn

English (LSJ)

μεγαλορρήμον, gen. ονος, talking big, LXX Ps.11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, magniloquent, arrogant, Philostr.VA6.11. Adv. μεγαλορρημόνως = arrogantly Poll.9.147.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλορρήμων: -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, ὑπερήφανος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι μεγαλορρήμων, καυχηματίας, Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, καύχησις, κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3).

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλορρήμων, -ον)
αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιολόγος
αρχ.
(με καλή σημασία) στομφώδης, πομπώδης.
επίρρ...
μεγαλορρημόνως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπορρήμων].

German (Pape)

ον, großsprecherisch, Vetera Lexica
• Adv., Poll. 9.147.