λύγη: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13_4) |
m (Text replacement - "Finsterniß" to "Finsternis") |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lygi | |Transliteration C=lygi | ||
|Beta Code=lu/gh | |Beta Code=lu/gh | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῡ], ἡ, [[twilight]], App.''Ill.''25, cf. Suid., Eust.689.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] ἡ, Schatten, Dunkel, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0067.png Seite 67]] ἡ, Schatten, Dunkel, Finsternis, App. Illyr. 25 l. d.; VLL. erkl. [[σκοτία]]; Tim. Lez. Plat. [[σκιά]], [[ἀπόκρυψις]], wo Ruhnk. zu vgl.; scheint nur in [[ἠλύγη]] u. abgeleiteten vorzukommen.) | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λύγη''': ἡ, [[σκιόφως]], [[λυκόφως]], μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς [[ῥίζα]] τῶν λ. [[ἠλύγη]], [[ἠλυγάζω]], [[ἐπηλυγάζω]], ἀλλὰ πιθανῶς [[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει· [[διότι]] ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ [[εἶναι]] ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *[[λύκη]], Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming [[σκιόφως]] πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. [[λυκόφως]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λύγη]], ἡ (Α)<br />[[σκιά]], [[σκιόφως]] («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῖς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», <b>Αππ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ἠλύγη]] παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, [[εκτός]] του αρχικού φθόγγου <i>η</i>-, το [[ἠλύγη]] έχει το <i>υ</i> βραχύ, ενώ ο τ. [[λύγη]] μακρό ([[πρβλ]]. [[ἠλύγη]], [[λυγαῖος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:54, 12 March 2024
English (LSJ)
[ῡ], ἡ, twilight, App.Ill.25, cf. Suid., Eust.689.18.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, Schatten, Dunkel, Finsternis, App. Illyr. 25 l. d.; VLL. erkl. σκοτία; Tim. Lez. Plat. σκιά, ἀπόκρυψις, wo Ruhnk. zu vgl.; scheint nur in ἠλύγη u. abgeleiteten vorzukommen.)
Greek (Liddell-Scott)
λύγη: ἡ, σκιόφως, λυκόφως, μνημονεύεται ὑπὸ τῶν Γραμμ. ὡς ῥίζα τῶν λ. ἠλύγη, ἠλυγάζω, ἐπηλυγάζω, ἀλλὰ πιθανῶς οὐδαμοῦ ἐν χρήσει· διότι ἐν Ἀππ. Ἰλλυρ. 25, αὐγὴ εἶναι ἡ ἀληθὴς γραφή. (Δυνατὸν νὰ συγγενεύῃ πρὸς τὸ *λύκη, Λατ. lux, ὡς τὸ Σκωτικὸν gloaming σκιόφως πρὸς τὸ gleam, ὡς τὸ Ἀγγλικὸν looming to πρὸς τὸ Ἀρχ. Σκανδιν. ljóma, Ἀγγλο-Σαξον. leomane· πρβλ. λυκόφως).
Greek Monolingual
λύγη, ἡ (Α)
σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῖς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός του αρχικού φθόγγου η-, το ἠλύγη έχει το υ βραχύ, ενώ ο τ. λύγη μακρό (πρβλ. ἠλύγη, λυγαῖος)].