προϋφαιρέω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[προϋφαιρῶ]] :<br />[[enlever secrètement auparavant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὑφαιρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 18:40, 16 March 2024
English (LSJ)
snatch, π. τὰς ἐκκλησίας, i.e. have them held before the proper time, Aeschin.2.61.
German (Pape)
[Seite 795] (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.
French (Bailly abrégé)
προϋφαιρῶ :
enlever secrètement auparavant.
Étymologie: πρό, ὑφαιρέω.
Russian (Dvoretsky)
προϋφαιρέω: досл. тайком похищать, перен. предвосхищать, преждевременно созывать (τὰς ἐκκλησίας Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
προϋφαιρέω: προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5.
Greek Monotonic
προϋφαιρέω: μέλ. -ήσω, αφαιρώ από πριν κρυφά, πρ. τὴν ἐκκλησίαν, δηλ. συγκροτώ συνέλευση (χωρίς ανακοίνωση) πριν από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.