ὑπερφωνέω: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperfoneo | |Transliteration C=yperfoneo | ||
|Beta Code=u(perfwne/w | |Beta Code=u(perfwne/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[speak exceedingly well]], Philostr.''VS''1 ''Prooemia'' <br><span class="bld">II</span> trans., [[outbawl]], τινα Luc.''Rh.Pr.''13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.''AJ''11.4.2: metaph., [[outdo]], Philostr.''VA''5.7, cf. Jul.''Or.''6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.''Ecl.''2.4.<br><span class="bld">2</span> [[sing loudly]], αἴνεσιν [[LXX]] ''Ju.''15.14 (16.1). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ὑπερφωνῶ]] :<br />parler plus haut que, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[φωνέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερφωνέω:''' [[покрывать]] (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφωνέω''': ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., [[ὑπερβάλλω]] τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν [[ἔργον]] ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194. | |lstext='''ὑπερφωνέω''': ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., [[ὑπερβάλλω]] τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν [[ἔργον]] ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερφωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερέχω]] κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, <i>τινά</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ὑπερφωνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερέχω]] κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, <i>τινά</i>, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to outbawl, τινά Luc. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to outbawl, τινά Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 16 March 2024
English (LSJ)
A speak exceedingly well, Philostr.VS1 Prooemia
II trans., outbawl, τινα Luc.Rh.Pr.13; οἰμωγὴ ὑ. τὸν τῶν σαλπίγγων ἦχον J.AJ11.4.2: metaph., outdo, Philostr.VA5.7, cf. Jul.Or.6.182a; τὸ Θηβῶν πάθος ὑ. τοὺς Ἕλληνας Him.Ecl.2.4.
2 sing loudly, αἴνεσιν LXX Ju.15.14 (16.1).
German (Pape)
[Seite 1204] übermäßig laut sprechen, LXX.; – überschreien, τινά, Luc. rhet. praec. 13.
French (Bailly abrégé)
ὑπερφωνῶ :
parler plus haut que, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φωνέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφωνέω: покрывать (своим) голосом, заглушать: ὑ. τινα Luc. перекричать кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφωνέω: ὁμιλῶ φωνάζων δυνατά, ὁμιλῶ μὲ μεγάλην φωνήν, τῶν ῥητόρων τοὺς ὑπερφωνοῦντας Φιλόστρ. 484, Ἐκκλ. ΙΙ. μεταβ., ὑπερβάλλω τινὰ κατὰ τὴν φωνήν, ὑπερτερῶ φωνάζων δυνατώτερα, τινα Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 13· - μεταφορ., ὑπερβάλλω, ὑπερτερῶ, νικῶ, τὸ περὶ τὴν τομὴν ἔργον ὑπερφωνεῖν δοκεῖ τὰ Νέρωνος πάντα Φιλόστρ. 194.
Greek Monotonic
ὑπερφωνέω: μέλ. -ήσω, υπερέχω κάποιου φωνάζοντας δυνατώτερα απ' αυτόν, τινά, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to outbawl, τινά Luc.