ἐπόψιμος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">, \(\[\[(.*?)\]\]\)<\/b>" to ", ($1)")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epopsimos
|Transliteration C=epopsimos
|Beta Code=e)po/yimos
|Beta Code=e)po/yimos
|Definition=ον<b class="b3">, (ἐπόψομαι)</b> <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that can be looked on]], δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1312</span>.</span>
|Definition=ἐπόψιμον, ([[ἐπόψομαι]]) [[that can be looked on]], δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1312.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1012.png Seite 1012]] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1012.png Seite 1012]] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[visible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπόψιμος:''' [[зримый]]: [[δεινόν]], οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπόψιμος''': -ον, ([[ἐπόψομαι]]), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.
|lstext='''ἐπόψιμος''': -ον, ([[ἐπόψομαι]]), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπόψιμος:''' -ον ([[ἐπόψομαι]]), [[ορατός]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπόψιμος:''' -ον ([[ἐπόψομαι]]), [[ορατός]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπόψιμος:''' [[зримый]]: [[δεινόν]], οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπόψιμος]], ον [[ἐπόψομαι]]<br />that can be looked on, Soph.
|mdlsjtxt=[[ἐπόψιμος]], ον [[ἐπόψομαι]]<br />that can be looked on, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 17 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόψιμος Medium diacritics: ἐπόψιμος Low diacritics: επόψιμος Capitals: ΕΠΟΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epópsimos Transliteration B: epopsimos Transliteration C: epopsimos Beta Code: e)po/yimos

English (LSJ)

ἐπόψιμον, (ἐπόψομαι) that can be looked on, δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. S.OT1312.

German (Pape)

[Seite 1012] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible.
Étymologie: ἐπόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόψιμος: зримый: δεινόν, οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόψιμος: -ον, (ἐπόψομαι), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.

Greek Monolingual

ἐπόψιμος, -ον (Α) έποψη
εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπόψιμος: -ον (ἐπόψομαι), ορατός, αυτός που μπορεί κάποιος να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπόψιμος, ον ἐπόψομαι
that can be looked on, Soph.