ναυσθλόω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(όω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ναυσθλῶ]] :<br />transporter sur un navire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:49, 19 March 2024
English (LSJ)
A carry by sea, ἐκ γᾶς E.Tr.162 (lyr.); ἐς γῆν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρόν Id.Supp.1037:—Med., take with one by sea, ναυσθλοῦσθε παῖδα Id.IT1487:—Pass., go by sea, ναυσθλοῦμαι Id.Tr.677; πελάγεσιν ναυσθλούμενος Id.Hel.1210; οὐ ναυσθλώσομαι Ar.Pax 126.
II Pass., to be visited by ships, γῆ ναυσθλωθήσεται Lyc.1415.
German (Pape)
[Seite 232] = ναυστολέω, überfahren, zu Schiffe führen; τινὰ πατρῴας ἀπὸ γᾶς, Eur. Troad. 164; εἰς τὴν πατρίδα – νεκρόν, Suppl. 1037; auch med., ναυσθλοῦσθε τὸν παῖδα εἰς Ἀθήνας, l. A. 1487. Aber bei Ar. Pax 126, πτηνὸς πορεύσει πῶλος οὐ ναυσθλώσομαι, erkl. Schol. richtig οὐ νηὸς ἐπιβήσομαι. Vgl. ναυλόω.
French (Bailly abrégé)
ναυσθλῶ :
transporter sur un navire, acc..
Étymologie: ναῦς.
Russian (Dvoretsky)
ναυσθλόω: [из ναυστολέω
1 перевозить на корабле, увозить морем (τινα πατρῴας ἀπο γᾶς; med. τινα εἰς Ἀθήνας Eur.);
2 med. плыть на корабле (οὐ ναυσθλώσομαι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυσθλόω: συντετμ. ἐκ τοῦ ναυστολέω, φέρω, μεταφέρω διὰ θαλάσσης, ἀπὸ γᾶς Εὐρ. Τρῳ. 164· ἐς τὴν πατρίδα ναυσθλώσων νεκρὸν Ἱκέτ. 1037· ― Μέσ., λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦσθε παῖδα Εὐρ. Ι. Τ. 1487. ― Παθ., πορεύομαι, ὑπάγω διὰ θαλάσσης, ναυσθλοῦμαι ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ 672· πελάγεσιν ναυσθλούμενος ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1210· ναυσθλώσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 126. ΙΙ. Παθ., συχνάζομαι ὑπὸ πλοίων, γῆ ναυσθλωθήσεται Λυκόφρ. 1415.
Greek Monotonic
ναυσθλόω: μέλ. -ώσω, συντετμ. αντί ναυστολέω, μεταφέρω διά θαλάσσης, σε Ευρ. — Μέσ., μεταφέρομαι μέσα από τη θάλασσα, στον ίδ. — Παθ., πορεύομαι διά θαλάσσης, στον ίδ.
Middle Liddell
ναυσθλόω, [contr. for ναυστολέω
to carry by sea, Eur.:—Mid. to take with one by sea, Eur.:—Pass. to go by sea, Eur.