συμπορθέω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symportheo
|Transliteration C=symportheo
|Beta Code=sumporqe/w
|Beta Code=sumporqe/w
|Definition=[[help to destroy]] or [[sack]], ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>888</span>, cf. <span class="title">BCH</span>21.599 (Delph., iv B.C.); <b class="b3">οἱ συμπεπορθημένοι</b> [[involved in like ruin]], <span class="bibl">Str.8.3.29</span>.
|Definition=[[help to destroy]] or [[sack]], ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''888, cf. ''BCH''21.599 (Delph., iv B.C.); <b class="b3">οἱ συμπεπορθημένοι</b> [[involved in like ruin]], Str.8.3.29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] wie [[συμπέρθω]], mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Eur. Or. 886.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0989.png Seite 989]] wie [[συμπέρθω]], mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Eur. Or. 886.
}}
{{ls
|lstext='''συμπορθέω''': ὡς τὸ [[συμπέρθω]], πορθῶ [[ὁμοῦ]], [[συγκαταστρέφω]], ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Εὐρ. Ὀρ. 888· οἱ συμπεπορθημένοι, οἱ εἰς ὅμοιον ὄλεθρον περιπεσόντες, Στράβ. 353.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dévaster <i>ou</i> ruiner ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πορθέω]].
|btext=[[συμπορθῶ]] :<br />dévaster <i>ou</i> ruiner ensemble <i>ou</i> avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πορθέω]].
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''συμπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[καταστροφή]], [[καταστρέφω]] από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· <i>οἱ συμπεπορθημένοι</i>, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια [[καταστροφή]], που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.
|elnltext=συμ-πορθέω samen (met...) verwoesten, met acc. en dat. iets met iem.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπορθέω:''' [[вместе разрушать]]: σ. τινι Φρύγας Eur. помогать кому-л. разорять Фригию.
|elrutext='''συμπορθέω:''' [[вместе разрушать]]: σ. τινι Φρύγας Eur. помогать кому-л. разорять Фригию.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=συμ-πορθέω samen (met...) verwoesten, met acc. en dat. iets met iem.
|lsmtext='''συμπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[καταστροφή]], [[καταστρέφω]] από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· <i>οἱ συμπεπορθημένοι</i>, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια [[καταστροφή]], που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.
}}
{{ls
|lstext='''συμπορθέω''': ὡς τὸ [[συμπέρθω]], πορθῶ [[ὁμοῦ]], [[συγκαταστρέφω]], ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Εὐρ. Ὀρ. 888· οἱ συμπεπορθημένοι, οἱ εἰς ὅμοιον ὄλεθρον περιπεσόντες, Στράβ. 353.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] to [[destroy]], c. dat. pers., Eur.; οἱ συμπεπορθημένοι [[involved]] in like [[ruin]], Strab.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] to [[destroy]], c. dat. pers., Eur.; οἱ συμπεπορθημένοι [[involved]] in like [[ruin]], Strab.
}}
}}

Latest revision as of 20:40, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπορθέω Medium diacritics: συμπορθέω Low diacritics: συμπορθέω Capitals: ΣΥΜΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: symporthéō Transliteration B: symportheō Transliteration C: symportheo Beta Code: sumporqe/w

English (LSJ)

help to destroy or sack, ος σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας E.Or.888, cf. BCH21.599 (Delph., iv B.C.); οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Str.8.3.29.

German (Pape)

[Seite 989] wie συμπέρθω, mit, zugleich, zusammen zerstören; ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Eur. Or. 886.

French (Bailly abrégé)

συμπορθῶ :
dévaster ou ruiner ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πορθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-πορθέω samen (met...) verwoesten, met acc. en dat. iets met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμπορθέω: вместе разрушать: σ. τινι Φρύγας Eur. помогать кому-л. разорять Фригию.

Greek Monotonic

συμπορθέω: μέλ. -ήσω, συμβάλλω στην καταστροφή, καταστρέφω από κοινού, με δοτ. προσ., σε Ευρ.· οἱ συμπεπορθημένοι, αυτοί που περιέπεσαν σε τέτοια καταστροφή, που εκπορθήθηκαν, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπορθέω: ὡς τὸ συμπέρθω, πορθῶ ὁμοῦ, συγκαταστρέφω, ὃς σῷ πατρὶ συνεπόρθει Φρύγας Εὐρ. Ὀρ. 888· οἱ συμπεπορθημένοι, οἱ εἰς ὅμοιον ὄλεθρον περιπεσόντες, Στράβ. 353.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help to destroy, c. dat. pers., Eur.; οἱ συμπεπορθημένοι involved in like ruin, Strab.