ῥακτήριος: Difference between revisions
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(11) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=raktirios | |Transliteration C=raktirios | ||
|Beta Code=r(akth/rios | |Beta Code=r(akth/rios | ||
|Definition=α, ον, (ῥάσσω) <span class=" | |Definition=α, ον, ([[ῥάσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[fit for striking with]], κέντρα [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''802.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ.</b> [[broken]], [[discordant]] (ψοφώδη καὶ θορυβώδη [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), Id.''Fr.''699.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ῥακτήριον· ὄρχησίς τις</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">IV</span> ῥακτήρια· τύμπανα, Id. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0833.png Seite 833]] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der [[ψοφώδης]] erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥακτήριος:''' [[ῥάσσω]]<br /><b class="num">1</b> [[подталкивающий]], [[подгоняющий]] (κέντρα Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[шумный]], [[нестройный]] ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥακτήριος''': -α, -ον, ([[ῥάσσω]]) [[ἐπιτήδειος]] [[ὅπως]] κτυπήσῃ τις δι’ [[αὐτοῦ]], κέντρα Τραγ. παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. [[μέλη]] βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια («ψοφώδη καὶ θορυβώδη» Ἡσύχ.) Σοφ. Ἀποσπ. 631. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει [[κανείς]] [[κάτι]] («ῥακτήρια κέντρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, [[θορυβώδης]] («[[μέλη]] βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥακτήριον<br />ὄρχησίς τις» <br />β) «ῥακτήρια<br />τύμπανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> μέσω ενός αμάρτυρου <i>φακτήρ</i> ([[πρβλ]]. [[φυλακτήριος]])]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=ῥάκτρια See also: s. [[ῥάσσω]]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ῥακτήριος''': [[ῥάκτρια]]<br />{rhaktḗrios}<br />'''See also''': s. [[ῥάσσω]].<br />'''Page''' 2,641 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 23 March 2024
English (LSJ)
α, ον, (ῥάσσω)
A fit for striking with, κέντρα S.Fr.802.
II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.), Id.Fr.699.
III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch.
IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.
German (Pape)
[Seite 833] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der ψοφώδης erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι.
Russian (Dvoretsky)
ῥακτήριος: ῥάσσω
1 подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);
2 шумный, нестройный (μέλη βοῶν Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥακτήριος: -α, -ον, (ῥάσσω) ἐπιτήδειος ὅπως κτυπήσῃ τις δι’ αὐτοῦ, κέντρα Τραγ. παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια («ψοφώδη καὶ θορυβώδη» Ἡσύχ.) Σοφ. Ἀποσπ. 631.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α
1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.)
2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον
ὄρχησίς τις»
β) «ῥακτήρια
τύμπανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + επίθημα -τήριος μέσω ενός αμάρτυρου φακτήρ (πρβλ. φυλακτήριος)].
Frisk Etymological English
ῥάκτρια See also: s. ῥάσσω.