σύαγρος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syagros
|Transliteration C=syagros
|Beta Code=su/agros
|Beta Code=su/agros
|Definition=ὁ, name of a [[dog]], S.''Fr.''154.<br><span class="bld">II</span> = [[σῦς ἄγριος]] or [[σῦς ἀγρία]], [[wild boar]] or [[wild sow]], [[wild swine]], Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, ''PRyl.''238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358.<br><span class="bld">III</span> name of a kind of [[frankincense]], Dsc.1.68 codd. ([[Συάγριος]] cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in [[Arabia]]).<br><span class="bld">2</span> a kind of [[date]], Plin.''HN''13.42.
|Definition=ὁ, name of a [[dog]], [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''154.<br><span class="bld">II</span> = [[σῦς ἄγριος]] or [[σῦς ἀγρία]], [[wild boar]] or [[wild sow]], [[wild swine]], Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, ''PRyl.''238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358.<br><span class="bld">III</span> name of a kind of [[frankincense]], Dsc.1.68 codd. ([[Συάγριος]] cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in [[Arabia]]).<br><span class="bld">2</span> a kind of [[date]], Plin.''HN''13.42.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:00, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠαγρος Medium diacritics: σύαγρος Low diacritics: σύαγρος Capitals: ΣΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: sýagros Transliteration B: syagros Transliteration C: syagros Beta Code: su/agros

English (LSJ)

ὁ, name of a dog, S.Fr.154.
II = σῦς ἄγριος or σῦς ἀγρία, wild boar or wild sow, wild swine, Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, PRyl.238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358.
III name of a kind of frankincense, Dsc.1.68 codd. (Συάγριος cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in Arabia).
2 a kind of date, Plin.HN13.42.

German (Pape)

[Seite 960] ὁ, der wilde Schweine jagt, von Hunden, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d. – Bei Sp. = σῦς ἄγριος, das wilde Schwein, der Eber, vgl. Lob. Phryn. p. 387 u. Ath. a. a. O.

Russian (Dvoretsky)

σύαγρος:охотник на кабанов Soph.

Greek (Liddell-Scott)

σύαγρος: ὁ, (σῦς, ἄγρα) ὁ ἀγρεύων ἀγρίους χοίρους, ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, Σοφ. Ἀποσπ. 166. ΙΙ. = σῦς ἄγριος, ἀγριόχοιρος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁρπαζομένῃ» 1, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 381. ΙΙΙ. εἶδος ξανθοῦ λιβάνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἔντομος, Διοσκ. 1. 81.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
αγριόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππαγρος].
(II)
ὁ, Α
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήραγρος, μύαγρος].
(III)
ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α Σύαγρος
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών
αρχ.
1. είδος λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας
2. ο καρπός της χουρμαδιάς, χουρμάς.