ναυπηγήσιμος: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nafpigisimos | |Transliteration C=nafpigisimos | ||
|Beta Code=nauphgh/simos | |Beta Code=nauphgh/simos | ||
|Definition=ναυπηγήσιμον, also η, ον Pl.''Lg.''705c, Str.14.5.3:—[[useful in shipbuilding]], of timber, ἴδη [[Herodotus|Hdt.]]5.23; ξύλα Th.4.108, 7.25, X.''HG''5.2.16, ''SIG''135.10 (Olynthus, iv B.C.); [[ὕλη]] Pl.l.c., Str.l.c.; χώρα Philostr.''Her.''19.20. | |Definition=ναυπηγήσιμον, also η, ον [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''705c, Str.14.5.3:—[[useful in shipbuilding]], of timber, ἴδη [[Herodotus|Hdt.]]5.23; ξύλα Th.4.108, 7.25, X.''HG''5.2.16, ''SIG''135.10 (Olynthus, iv B.C.); [[ὕλη]] Pl.l.c., Str.l.c.; χώρα Philostr.''Her.''19.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:15, 23 March 2024
English (LSJ)
ναυπηγήσιμον, also η, ον Pl.Lg.705c, Str.14.5.3:—useful in shipbuilding, of timber, ἴδη Hdt.5.23; ξύλα Th.4.108, 7.25, X.HG5.2.16, SIG135.10 (Olynthus, iv B.C.); ὕλη Pl.l.c., Str.l.c.; χώρα Philostr.Her.19.20.
German (Pape)
[Seite 232] bei Plat. auch 3 Endungen, zum Schiffbau gehörig, brauchbar; ἴδη, Her. 5, 23; ὕλη, Plat. Legg. IV, 705 c; ξύλα, ib. 706 b, wie Thuc. 4, 108. 7, 25 u. Dem. 17, 28; Pol. 5, 89, 1.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
propre à la construction des navires.
Étymologie: ναυπηγέω.
Russian (Dvoretsky)
ναυπηγήσῐμος: 2, редко 3 годный для постройки кораблей, корабельный (ἴδη Her.; ξύλα Thuc., Plut.; ὕλη Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ναυπηγήσῐμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Πλάτ. Νόμ. 705C· ― χρήσιμος εἰς ναυπηγίαν, ἐπὶ δένδρων ἢ ξύλων καταλλήλων πρὸς ναυπηγίαν, ἵνα ἴδη τε ναυπηγήσιμός ἐστιν ἄφθονος Ἡρόδ. 5. 23· ξύλα Θουκ. 4. 108 κἑξ., 7. 25· ὕλη Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ναυπηγήσιμος, -ον) ναυπήγησις
αυτός που ανήκει στη ναυπήγηση ή αυτός που είναι χρήσιμος ή κατάλληλος για τη ναυπήγηση.
Greek Monotonic
ναυπηγήσῐμος: -ον και -η, -ον, χρήσιμος στην κατασκευή πλοίου, λέγεται για ξύλο ή δέντρο κατάλληλο για ναυπηγία, σε Ηρόδ., Θουκ.
Middle Liddell
ναυπηγήσῐμος, ον [from ναυπηγέω
useful in shipbuilding, of wood, Hdt., Thuc.