πλεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plektikos
|Transliteration C=plektikos
|Beta Code=plektiko/s
|Beta Code=plektiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]], [[occupied with plaiting]], αἱ π. τῶν τεχνῶν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>679a</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Plt.</span>283b</span>, <span class="bibl">288d</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[entangling]] or [[interlacing]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.8U.</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.7.172</span>, Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.376</span>.</span>
|Definition=πλεκτική, πλεκτικόν,<br><span class="bld">A</span> of, [[occupied with plaiting]], αἱ π. τῶν τεχνῶν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''679a, cf. ''Plt.''283b, 288d.<br><span class="bld">II</span> [[entangling]] or [[interlacing]], Epicur.''Ep.''1p.8U. Adv. [[πλεκτικῶς]] Poll.7.172, Sch.Opp.''H.''2.376.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'art de tresser ; ἡ πλεκτική ([[τέχνη]]) l'art de tresser;<br /><b>2</b> propre à s'entrelacer, à s'unir par un enlacement.<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne l'art de tresser]] ; ἡ πλεκτική ([[τέχνη]]) l'art de tresser;<br /><b>2</b> [[propre à s'entrelacer]], [[à s'unir par un enlacement]].<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλεκτικός --όν [πλεκτός] het vlechten betreffend.
|elnltext=πλεκτικός -ή -όν [πλεκτός] [[het vlechten betreffend]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πλεκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[касающийся плетения]], [[ткацкий]] (τέχναι Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[цепляющийся]] Epicur. ap. Diog. L.
|elrutext='''πλεκτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[касающийся плетения]], [[ткацкий]] (τέχναι Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[цепляющийся]] Epicur. ap. Diog. L.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεκτικός Medium diacritics: πλεκτικός Low diacritics: πλεκτικός Capitals: ΠΛΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: plektikós Transliteration B: plektikos Transliteration C: plektikos Beta Code: plektiko/s

English (LSJ)

πλεκτική, πλεκτικόν,
A of, occupied with plaiting, αἱ π. τῶν τεχνῶν Pl.Lg.679a, cf. Plt.283b, 288d.
II entangling or interlacing, Epicur.Ep.1p.8U. Adv. πλεκτικῶς Poll.7.172, Sch.Opp.H.2.376.

German (Pape)

[Seite 629] zum Flechten gehörig, damit beschäftigt; τέχναι, Plat. Legg. III, 679 c; καὶ τεκτονική, Polit. 288 d; Sp., auch adv., Schol. Opp. Hal. 2, 376; – zum Verwickeln geneigt, Epicur. bei D. L. 10. 43.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l'art de tresser ; ἡ πλεκτική (τέχνη) l'art de tresser;
2 propre à s'entrelacer, à s'unir par un enlacement.
Étymologie: πλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεκτικός -ή -όν [πλεκτός] het vlechten betreffend.

Russian (Dvoretsky)

πλεκτικός:
1 касающийся плетения, ткацкий (τέχναι Plat.);
2 цепляющийся Epicur. ap. Diog. L.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλεκτικός, -ή, -όν, ΝΑ, πλεχτικός, -ή,-ό, Ν πλεκτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο
2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτική
η τέχνη της κατασκευής πλεκτών ειδών, της μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά είδη
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο γίνεται το πλέξιμο ή ο χρήσιμος για την πλέξη («πλεκτικές μηχανές»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλεκτικά
η αμοιβή που δίνεται για το πλέξιμο
αρχ.
αυτός που έχει την τάση να περιπλέκει ή να περιπλέκεται.
επίρρ...
πλεκτικῶς Α
με πλεκτικό τρόπο, με τάση για περιπλοκή.

Greek Monotonic

πλεκτικός: -ή, -όν (πλέκω), αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το πλέξιμο, τέχναι, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλεκτικός: -ή, -όν, (πλέκω) ὁ εἰς τὸ πλέκειν ἀνήκων, ἐνασχολούμενος, τέχναι Πλάτ. Νόμ. 670Α, πρβλ. Πολιτ. 283Β, 288D. ΙΙ. ὁ διατεθειμένος νὰ περιπλέκῃ ἢ νὰ περιπλέκηται, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 43. Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 172.

Middle Liddell

πλεκτικός, ή, όν πλέκω
of plaiting, τέχναι Plat.