δυσεξεύρετος: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysekseyretos
|Transliteration C=dysekseyretos
|Beta Code=duseceu/retos
|Beta Code=duseceu/retos
|Definition=ον, [[hard to find out]], Id.HA611a26, Plu.2.407f.
|Definition=δυσεξεύρετον, [[hard to find out]], Id.HA611a26, Plu.2.407f.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de encontrar]], τόποι Arist.<i>HA</i> 611<sup>a</sup>26, σπήλαια D.C.<i>Epit</i>.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de descubrir]], [[recóndito]] πάθη Mac.Aeg.<i>Serm</i>.C 7.1<br /><b class="num">•</b>[[difícil de inventar]] c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα [[Diodorus Siculus|D.S.]]30.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0679.png Seite 679]] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0679.png Seite 679]] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à trouver]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ἐξευρίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξεύρετος:''' [[с трудом находимый]], [[скрытый]], [[потаенный]] (τόποι Arst.; [[θεῶν]] [[ἱερά]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσεξεύρετος''': -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.
|lstext='''δυσεξεύρετος''': -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à trouver.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξευρίσκω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de encontrar]], τόποι Arist.<i>HA</i> 611<sup>a</sup>26, σπήλαια D.C.<i>Epit</i>.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f<br /><b class="num">•</b>fig. [[difícil de descubrir]], [[recóndito]] πάθη Mac.Aeg.<i>Serm</i>.C 7.1<br /><b class="num">•</b>[[difícil de inventar]] c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξεύρετος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δυσκολοκατόρθωτος<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται [[κάποιος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσεξεύρετος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δυσκολοκατόρθωτος<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται [[κάποιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσεξεύρετος:''' [[с трудом находимый]], [[скрытый]], [[потаенный]] (τόποι Arst.; [[θεῶν]] [[ἱερά]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 07:22, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεξεύρετος Medium diacritics: δυσεξεύρετος Low diacritics: δυσεξεύρετος Capitals: ΔΥΣΕΞΕΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: dysexeúretos Transliteration B: dysexeuretos Transliteration C: dysekseyretos Beta Code: duseceu/retos

English (LSJ)

δυσεξεύρετον, hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de encontrar, τόποι Arist.HA 611a26, σπήλαια D.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f
fig. difícil de descubrir, recóndito πάθη Mac.Aeg.Serm.C 7.1
difícil de inventar c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.

German (Pape)

[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξεύρετος: с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξεύρετος, -ον)
αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. δυσκολοκατόρθωτος
2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος.