ζωγρίας: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(b) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zogrias | |Transliteration C=zogrias | ||
|Beta Code=zwgri/as | |Beta Code=zwgri/as | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=-ου, ὁ, [[one taken alive]], <b class="b3">ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα</b>, Ctes.''Fr.''29.3,9, Zos.1.51; οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν [[LXX]] ''De.''2.34; ζωγρίας ἐλήφθη [[Diodorus Siculus|D.S.]]25.10; <b class="b3">ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους</b> ibid.; ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ὁ, der Lebendiggefangene, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1142.png Seite 1142]] ὁ, der Lebendiggefangene, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζωγρίας:''' ου adj. m захваченный живым в плен (ζ. [[λαβεῖν]] δισχιλίους Diod.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ζωγρίας''': ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51· οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)· [[ζωγρίας]] ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54· [[ζωγρίας]] ἔλαβε δισχιλίους [[αὐτόθι]] 62· ζωγρίαι ἑάλωσαν [[Μέμνων]] ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωγρίας]], ὁ (Α) [[ζωγρία]]<br />αυτός που συνελήφθη [[ζωντανός]], ο [[αιχμάλωτος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
-ου, ὁ, one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51; οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXX De.2.34; ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.; ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3.
German (Pape)
[Seite 1142] ὁ, der Lebendiggefangene, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ζωγρίας: ου adj. m захваченный живым в плен (ζ. λαβεῖν δισχιλίους Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρίας: ὁ, ὁ συλληφθεὶς ζῶν, ζωγρίαν λαμβάνειν τινὰ Κτησίας 3 καὶ 9, Ζώσιμ. 1. 51· οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν Ἑβδ. (Δευτ. β΄, 34)· ζωγρίας ἐλήφθη Διόδ. Ἀποσπ. 510. 54· ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους αὐτόθι 62· ζωγρίαι ἑάλωσαν Μέμνων ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 238. 28.
Greek Monolingual
ζωγρίας, ὁ (Α) ζωγρία
αυτός που συνελήφθη ζωντανός, ο αιχμάλωτος.