μαλακύνω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=malakyno | |Transliteration C=malakyno | ||
|Beta Code=malaku/nw | |Beta Code=malaku/nw | ||
|Definition=[[soften]], [[varia lectio|v.l.]] for [[μαλακευνέω]] in Hp.''Vict.''2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.''Bel.''71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου [[LXX]] ''Jb.''23.16; [[weaken]], χεῖρας καὶ πόδας Muson.''Fr.''19p.107H.:—Pass., [[become soft]], [[flag]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10. | |Definition=[[soften]], [[varia lectio|v.l.]] for [[μαλακευνέω]] in Hp.''Vict.''2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.''Bel.''71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου [[LXX]] ''Jb.''23.16; [[weaken]], χεῖρας καὶ πόδας Muson.''Fr.''19p.107H.:—Pass., [[become soft]], [[flag]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''3.2.5; ταῖς ψυχαῖς [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.10. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
soften, v.l. for μαλακευνέω in Hp.Vict.2.66; αἱ πυρώσεις τὸν σίδηρον -ουσιν Ph.Bel.71.43; Κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου LXX Jb.23.16; weaken, χεῖρας καὶ πόδας Muson.Fr.19p.107H.:—Pass., become soft, flag, X.Cyr.3.2.5; ταῖς ψυχαῖς D.S.17.10.
French (Bailly abrégé)
amollir ; Pass. se laisser amollir, agir mollement, faiblir.
Étymologie: μαλακός.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκύνω: μαλάσσω. μαλακίζω, Ἱππ. 365. 10· καθιστῶ τι μαλθακόν, ἀδύνατον, ἀσθενές, χεῖράς τε καὶ πόδας περιδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. ἐν Ἀνθολ. 1, 84· ἐν τέλ.· - Παθ., ὡς τὸ μαλακίζομαι, ἐκλύομαι, γίνομαι μαλακός, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 5· ταῖς ψυχαῖς Διόδ. 17. 10.
Greek Monolingual
(Α μαλακύνω) μαλακός
1. μαλακώνω, απαλύνω
2. εξασθενώ κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό («κύριος ἐμαλάκυνε τὴν καρδίαν μου», ΠΔ)
2. παθ. μαλακύνομαι
γίνομαι οκνηρός και δειλός («ὄπισθεν ἕπεσθε... ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.).
German (Pape)
weichmachen, erweichen, = μαλάσσω, Hippocr.; verweichlichen, Muson. bei Stob. fl. 1.84; – ἤν τις μαλάκυνηται, wenn man saumselig ist, zurückbleibt, Xen. Cyr. 3.2.5; vgl. ταῖς ψυχαῖς ἐμαλακύνοντο DS. 17.10.