κατάκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katakopos
|Transliteration C=katakopos
|Beta Code=kata/kopos
|Beta Code=kata/kopos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[very weary]], κ. τῷ σώματι <span class="bibl">LXX <span class="title">Jb.</span>3.17</span>, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς <span class="bibl">D.H.6.29</span>; ὑπὸ τῆς μάχης <span class="bibl">D.S.13.18</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Arat.</span>8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[wearisome]], [[tedious]], Phld.<span class="title">Rh.</span>1.173S.</span>
|Definition=κατάκοπον,<br><span class="bld">A</span> [[very weary]], κ. τῷ σώματι [[LXX]] ''Jb.''3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.18, cf. Plu.''Arat.''8.<br><span class="bld">II</span> [[wearisome]], [[tedious]], Phld.''Rh.''1.173S.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κατάκοπος''': -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, [[κατάπονος]], πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. [[κόπος]]· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ [[ἀντίτυπος]] (πᾶσα μεταφορὰ) [[κατάκοπος]], εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ [[ἄλυπος]] Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brisé de fatigue, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κόπος]].
|btext=ος, ον :<br />[[brisé de fatigue]], [[épuisé]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κόπος]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάκοπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρα]] πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιαστικός]], [[επαχθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκοπα</i><br />κουρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατακόπτω]] «[[κουράζω]], [[εξαντλώ]]»].
|elnltext=κατά-κοπος -ον [κατακόπτω] [[uitgeput]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάκοπος:''' [[разбитый]] (от усталости), измученный ([[κύων]] [[θηρευτικός]] Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).
|elrutext='''κατάκοπος:''' [[разбитый]] (от усталости), измученный ([[κύων]] [[θηρευτικός]] Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κατά-κοπος -ον [κατακόπτω] uitgeput.
|lstext='''κατάκοπος''': -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, [[κατάπονος]], πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. [[κόπος]]· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ [[ἀντίτυπος]] (πᾶσα μεταφορὰ) [[κατάκοπος]], εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ [[ἄλυπος]] Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάκοπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρα]] πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιαστικός]], [[επαχθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκοπα</i><br />κουρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατακόπτω]] «[[κουράζω]], [[εξαντλώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοπος Medium diacritics: κατάκοπος Low diacritics: κατάκοπος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: katákopos Transliteration B: katakopos Transliteration C: katakopos Beta Code: kata/kopos

English (LSJ)

κατάκοπον,
A very weary, κ. τῷ σώματι LXX Jb.3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης D.S.13.18, cf. Plu.Arat.8.
II wearisome, tedious, Phld.Rh.1.173S.

German (Pape)

[Seite 1355] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brisé de fatigue, épuisé.
Étymologie: κατά, κόπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-κοπος -ον [κατακόπτω] uitgeput.

Russian (Dvoretsky)

κατάκοπος: разбитый (от усталости), измученный (κύων θηρευτικός Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοπος: -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, κατάπονος, πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. κόπος· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ ἀντίτυπος (πᾶσα μεταφορὰ) κατάκοπος, εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ ἄλυπος Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάκοπος, -ον)
αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)
αρχ.
κοπιαστικός, επαχθής.
επίρρ...
κατάκοπα
κουρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»].