σκίασμα: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skiasma | |Transliteration C=skiasma | ||
|Beta Code=ski/asma | |Beta Code=ski/asma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[shadow cast]], <b class="b3">τῆς γῆς</b>, of eclipses, Gem.11.1, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.31, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''2.29.6, Vett.Val. 343.18.<br><span class="bld">2</span> [[reflected image]], [[shadow]] in water, Callistr.''Stat.'' | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />ombre projetée.<br />'''Étymologie:''' [[σκιάζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[ombre projetée]].<br />'''Étymologie:''' [[σκιάζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκίασμα -ατος, τό [σκιάζω] schaduw:. τῆς γῆς van de aarde Plut. Aem. 17.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκίασμα:''' ατος τό тень: τὸ [[σκίασμα]] τῆς γῆς Diod., Plut. отбрасываемая землею тень. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σκιάζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκιάζω]] (Ι)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που κάνει [[σκιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκιαγράφημα]], [[σκαρίφημα]], [[σκίτσο]]<br /><b>2.</b> <b>(ζωγρ.)</b> [[απόδοση]] τών εναλλαγών φωτός και [[σκιάς]], ώστε το εικονιζόμενο [[αντικείμενο]] να παρασταθεί ανάγλυφα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προστασία]], [[προφύλαξη]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάκλαση]] εικόνας στο [[νερό]]. | |mltxt=το, ΝΜΑ [[σκιάζω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[σκιάζω]] (Ι)<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που κάνει [[σκιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σκιαγράφημα]], [[σκαρίφημα]], [[σκίτσο]]<br /><b>2.</b> <b>(ζωγρ.)</b> [[απόδοση]] τών εναλλαγών φωτός και [[σκιάς]], ώστε το εικονιζόμενο [[αντικείμενο]] να παρασταθεί ανάγλυφα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προστασία]], [[προφύλαξη]]<br /><b>2.</b> [[καταφύγιο]], [[σκέπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανάκλαση]] εικόνας στο [[νερό]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 27 March 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A shadow cast, τῆς γῆς, of eclipses, Gem.11.1, D.S.2.31, Placit.2.29.6, Vett.Val. 343.18.
2 reflected image, shadow in water, Callistr.Stat.
German (Pape)
[Seite 898] τό, die Beschattung, Plut. Aem. P. 17; die Schattirung, εἰκόνος, Callistrat. stat. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ombre projetée.
Étymologie: σκιάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκίασμα -ατος, τό [σκιάζω] schaduw:. τῆς γῆς van de aarde Plut. Aem. 17.5.
Russian (Dvoretsky)
σκίασμα: ατος τό тень: τὸ σκίασμα τῆς γῆς Diod., Plut. отбрасываемая землею тень.
Greek (Liddell-Scott)
σκίασμα: τό, (σκιάζω) σκιὰ ἐπιρριπτομένη, πρᾶγμα ἐπιρριπτόμενον πρὸς σκιάν, πᾶν ὅ,τι σκιάζει, τῆς γῆς, ἐπὶ ἐκλείψεων, Διόδ. 2. 31, Πλούτ. 2. 891F· εἰκὼν ἀντανακλωμένη ἐν τῷ ὕδατι, Καλλίστρ. σ. 896, κτλ.· ― καθόλου, προκάλυμμα, σκέπη, = σκιάδειον, Εὐστ. Πονημάτ. 284. 36.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ σκιάζω (Ι)]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιάζω (Ι)
2. καθετί που κάνει σκιά
νεοελλ.
1. σκιαγράφημα, σκαρίφημα, σκίτσο
2. (ζωγρ.) απόδοση τών εναλλαγών φωτός και σκιάς, ώστε το εικονιζόμενο αντικείμενο να παρασταθεί ανάγλυφα
μσν.
1. προστασία, προφύλαξη
2. καταφύγιο, σκέπη
αρχ.
ανάκλαση εικόνας στο νερό.