σκυταλισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(4)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skytalismos
|Transliteration C=skytalismos
|Beta Code=skutalismo/s
|Beta Code=skutalismo/s
|Definition=ὁ, the <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">reign of club-law</b> at Argos, <span class="bibl">D.S.15.57</span>, Plu.2.814b, Hellad. ap. <span class="bibl">Phot.<span class="title">Bibl.</span>p.534B.</span></span>
|Definition=ὁ, the [[reign of club-law]] at Argos, [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.57, Plu.2.814b, Hellad. ap. Phot.''Bibl.''p.534B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0908.png Seite 908]] ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />« la Bastonnade », <i>soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκύταλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῠτᾰλισμός:''' ὁ [[порка палками]] (вид казни мятежников в Аргосе) Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠτᾰλισμός''': ὁ, [[ξυλοκοπία]], [[ῥαβδισμός]], «ξυλοφόρτωμα», ἐν πολλῇ χρήσει ἐν Ἄργει, Διόδ. 15. 57, Πλούτ. 2. 814Β, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 534. 34.
|lstext='''σκῠτᾰλισμός''': ὁ, [[ξυλοκοπία]], [[ῥαβδισμός]], «ξυλοφόρτωμα», ἐν πολλῇ χρήσει ἐν Ἄργει, Διόδ. 15. 57, Πλούτ. 2. 814Β, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 534. 34.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />« la Bastonnade », <i>soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκύταλον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[ραβδισμός]] με [[σκυτάλη]], [[ξυλοκόπημα]] ή [[ακόμη]] και [[θανάτωση]] με [[σκυτάλη]] («σκυταλισμὸς... [[ὅσος]] παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων [[οὐδέποτε]] γεγονέναι μνημονεύεται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε [[έτσι]] από την ευρεία [[χρήση]] σκυταλών, [[δηλαδή]] ροπάλων, ως φονικών μέσων [[εναντίον]] τών στασιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ισμός</i> μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. [[σκυταλίζω]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[ραβδισμός]] με [[σκυτάλη]], [[ξυλοκόπημα]] ή [[ακόμη]] και [[θανάτωση]] με [[σκυτάλη]] («σκυταλισμὸς... [[ὅσος]] παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων [[οὐδέποτε]] γεγονέναι μνημονεύεται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε [[έτσι]] από την ευρεία [[χρήση]] σκυταλών, [[δηλαδή]] ροπάλων, ως φονικών μέσων [[εναντίον]] τών στασιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ισμός</i> μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. [[σκυταλίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῠτᾰλισμός:''' ὁ порка палками (вид казни мятежников в Аргосе) Diod., Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:43, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλισμός Medium diacritics: σκυταλισμός Low diacritics: σκυταλισμός Capitals: ΣΚΥΤΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: skytalismós Transliteration B: skytalismos Transliteration C: skytalismos Beta Code: skutalismo/s

English (LSJ)

ὁ, the reign of club-law at Argos, D.S.15.57, Plu.2.814b, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.534B.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
« la Bastonnade », soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables.
Étymologie: σκύταλον.

Russian (Dvoretsky)

σκῠτᾰλισμός:порка палками (вид казни мятежников в Аргосе) Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτᾰλισμός: ὁ, ξυλοκοπία, ῥαβδισμός, «ξυλοφόρτωμα», ἐν πολλῇ χρήσει ἐν Ἄργει, Διόδ. 15. 57, Πλούτ. 2. 814Β, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 534. 34.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα)
1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.)
2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από την ευρεία χρήση σκυταλών, δηλαδή ροπάλων, ως φονικών μέσων εναντίον τών στασιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + κατάλ -ισμός μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. σκυταλίζω.