φιλοδέσποτος: Difference between revisions
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filodespotos | |Transliteration C=filodespotos | ||
|Beta Code=filode/spotos | |Beta Code=filode/spotos | ||
|Definition= | |Definition=φιλοδέσποτον, [[loving one's lord]] or [[master]], <b class="b3">ἀνδράποδα φ.</b> slaves [[that hug their chains]], [[cringing]] slaves, [[Herodotus|Hdt.]]4.142, cf. ''Com.Adesp.''24.13 D.; φύσει φ. [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.66; φιλόδουλοι καὶ φιλοδέσποτοι J.''BJ''4.3.10; δῆμος φ. Thgn.849; in good sense, φ. ἀπελεύθερος ''MAMA''4.336 (Eumeneia); of dogs, Plu. 2.491c: τὸ φ. Luc.''Fug.''16; φ. θεραπεῖαι Ph.1.474: as [[substantive]], title of plays by Timostratus, ''AB''80 (where dat. -τῃ), Theognetus, Ath. 14.616a, and Sogenes, ''IG''22.2323.157. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:46, 27 March 2024
English (LSJ)
φιλοδέσποτον, loving one's lord or master, ἀνδράποδα φ. slaves that hug their chains, cringing slaves, Hdt.4.142, cf. Com.Adesp.24.13 D.; φύσει φ. D.S.17.66; φιλόδουλοι καὶ φιλοδέσποτοι J.BJ4.3.10; δῆμος φ. Thgn.849; in good sense, φ. ἀπελεύθερος MAMA4.336 (Eumeneia); of dogs, Plu. 2.491c: τὸ φ. Luc.Fug.16; φ. θεραπεῖαι Ph.1.474: as substantive, title of plays by Timostratus, AB80 (where dat. -τῃ), Theognetus, Ath. 14.616a, and Sogenes, IG22.2323.157.
German (Pape)
[Seite 1279] seinen Herrn, Gebieter liebend; Theogn. 847; Eur. Ion 709; ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, die Zwingherren liebende Knechte, Her. 4, 142; Sp., wie Ael. H. A. 6, 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime son maître ; τὸ φιλοδέσποτον l'amour pour un maître.
Étymologie: φίλος, δεσπότης.
Russian (Dvoretsky)
φιλοδέσποτος: любящий своего хозяина (ἀνδράποδα Her.; οἰκέται, κύων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδέσποτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν δεσπότην του, τὸν κύριόν του, ἀνδράποδα φ., δοῦλοι ἀρεσκόμενοι εἰς τὴν δουλείαν, ἀγαπῶντες τοὺς κυρίους των καὶ ἀφωσιωμένοι εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 4. 142· φ. φύσει Διόδ. 17. 66, Πολυδ. Γ΄, 74· δῆμος φ. Θέογν. 847 (πρβλ. φιλόδουλος)· ἐπὶ κυνῶν, Πλούτ. 2. 491C· τὸ φιλοδέσποτον Λουκ. Δραπ. 16.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για δούλο) αυτός που είναι αφοσιωμένος στον κύριό του
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοδέσποτον
η φιλοδεσποτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δέσποτος (< δεσπότης), πρβλ. αὐτοδέσποτος].
Greek Monotonic
φῐλοδέσποτος: -ον, αυτός που αγαπά τον αφέντη ή τον κύριό του, ἀνδράποδα φιλοδέσποτα, δούλοι που αποδέχονται τα δεσμά τους, σε Ηρόδ.· δῆμος φιλοδέσποτος, σε Θέογν.
Middle Liddell
φῐλο-δέσποτος, ον,
loving one's lord or master, ἀνδράποδα φ. slaves that hug their chains, Hdt.; δῆμος φ. Theogn.