ἀμετάπειστος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ametapeistos | |Transliteration C=ametapeistos | ||
|Beta Code=a)meta/peistos | |Beta Code=a)meta/peistos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμετάπειστον,<br><span class="bld">A</span> [[not to be moved by persuasion]], [[inexorable]], Arist.''APo.''72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.''Top.''130b16; of necessity, Id.''Metaph.''1015a32. Adv. [[ἀμεταπείστως]] Epicur.''Fr.''222, Phld.''Herc.''1003.<br><span class="bld">II</span> of things, [[unchangeable]], [[steadfast]], συμμαχία [[Diodorus Siculus|D.S.]]37.20. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμετάπιστος Ptol.<i>Iudic</i>.6.10, 19.5<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[no persuadible]], [[inconmovible]] ἐπεὶ ... ἀ. ἑώρα καὶ ἀμετάτρεπτον cuando vio (a su hijo) inconmovible e inmutable</i> Plu.<i>Thes</i>.17, ἐπειρᾶτο πείθειν τὸν Ὀκτάβιον· ὡς δ' ἦν [[ἀμετάπειστος]] Plu.<i>TG</i> 12.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[inexorable]] [[ἀνάγκη]] Arist.<i>Metaph</i>.1015<sup>a</sup>32<br /><b class="num">•</b>[[inalterable]] ταυτότης Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.872C<br /><b class="num">•</b>[[firme]], [[seguro]] συμμαχία [[Diodorus Siculus|D.S.]]37.20.<br /><b class="num">3</b> en fil. o lóg. [[irrefutable]] (ἐπιστήμη) ἀ. ὑπὸ λόγου Arist.<i>Top</i>.130<sup>b</sup>16, cf. 133<sup>b</sup>29, <i>APo</i>.72<sup>b</sup>3, ἐπιβολή Ptol.<i>Iudic</i>.6.10, [[ἀνακύκλησις]] Ptol.<i>Iudic</i>.19.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[irrefutablemente]] ἀ. πεπεῖσθαι Epicur.222U. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, [[ἀνάγκη]] Arist. Metaph. 4, 5; neben [[ἀμετάτρεπτος]] Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die [[varia lectio|v.l.]] ἀμετάπιστος, wie bei Diod. [[συμμαχία]]. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, [[ἀνάγκη]] Arist. Metaph. 4, 5; neben [[ἀμετάτρεπτος]] Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die [[varia lectio|v.l.]] ἀμετάπιστος, wie bei Diod. [[συμμαχία]]. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on ne peut dissuader]], [[inflexible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταπείθω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμετάπειστος:'''<br /><b class="num">1</b> [[несговорчивый]], [[непреклонный]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[неумолимый]], [[неотвратимый]] ([[ἀνάγκη]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[неизменный]], [[непоколебимый]] ([[συμμαχία]] πρός τινα Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετάπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ [[ὅπως]] μεταβάλῃ γνώμην, [[ἀδυσώπητος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμετάβλητος]], [[σταθερός]], [[συμμαχία]] Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35. | |lstext='''ἀμετάπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ [[ὅπως]] μεταβάλῃ γνώμην, [[ἀδυσώπητος]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμετάβλητος]], [[σταθερός]], [[συμμαχία]] Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάπειστος]], -ον) [[μεταπείθω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν [[είναι]] δυνατό να μεταπειστεί, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάπειστος]], -ον) [[μεταπείθω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν [[είναι]] δυνατό να μεταπειστεί, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 27 March 2024
English (LSJ)
ἀμετάπειστον,
A not to be moved by persuasion, inexorable, Arist.APo.72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.Top.130b16; of necessity, Id.Metaph.1015a32. Adv. ἀμεταπείστως Epicur.Fr.222, Phld.Herc.1003.
II of things, unchangeable, steadfast, συμμαχία D.S.37.20.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.6.10, 19.5
I 1de pers. no persuadible, inconmovible ἐπεὶ ... ἀ. ἑώρα καὶ ἀμετάτρεπτον cuando vio (a su hijo) inconmovible e inmutable Plu.Thes.17, ἐπειρᾶτο πείθειν τὸν Ὀκτάβιον· ὡς δ' ἦν ἀμετάπειστος Plu.TG 12.
2 de abstr. inexorable ἀνάγκη Arist.Metaph.1015a32
•inalterable ταυτότης Dion.Ar.DN M.3.872C
•firme, seguro συμμαχία D.S.37.20.
3 en fil. o lóg. irrefutable (ἐπιστήμη) ἀ. ὑπὸ λόγου Arist.Top.130b16, cf. 133b29, APo.72b3, ἐπιβολή Ptol.Iudic.6.10, ἀνακύκλησις Ptol.Iudic.19.5.
II adv. -ως irrefutablemente ἀ. πεπεῖσθαι Epicur.222U.
German (Pape)
[Seite 122] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, ἀνάγκη Arist. Metaph. 4, 5; neben ἀμετάτρεπτος Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die v.l. ἀμετάπιστος, wie bei Diod. συμμαχία. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne peut dissuader, inflexible.
Étymologie: ἀ, μεταπείθω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάπειστος:
1 несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.;
2 неумолимый, неотвратимый (ἀνάγκη Arst.);
3 неизменный, непоколебимый (συμμαχία πρός τινα Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ ὅπως μεταβάλῃ γνώμην, ἀδυσώπητος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετάβλητος, σταθερός, συμμαχία Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάπειστος, -ον) μεταπείθω
1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος
2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός.