σκαμμωνία: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skammonia
|Transliteration C=skammonia
|Beta Code=skammwni/a
|Beta Code=skammwni/a
|Definition=(and σκαμωνία), ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[scammony]], [[Convolvulus]], [[Scammonia]], from the roots of which the purgative medicine <span class="title">Scammony</span> is extracted, <span class="bibl">Eub.19</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>864a4</span>, <span class="bibl">b13</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 4.5.1</span>, <span class="bibl">9.1.3</span>, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>565</span>; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων. [σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.1.4</span> codd., <span class="bibl">9.9.1</span> codd., <span class="bibl">Sor. 1.125</span>, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. [[σκαμώνειον]]; but <b class="b3">σκαμμώνιον</b> is corroborated by the metre in Nic. l.c.]</span>
|Definition=(and [[σκαμωνία]]), ἡ, [[scammony]], [[Convolvulus scammonia]], from the roots of which the [[purgative]] [[medicine]] [[scammony]] is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also [[σκαμμώνιον]], τό, Nic.Al.565; [[σκαμώνειον]], Anon. Lond.37.19; cf. [[ἀσκαμωνία]], [[κάμων]].[σκᾰμωνία Eub. [[l.c.]]; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], and as [[varia lectio|v.l.]] in Dsc. [[l.c.]]; cf. [[σκαμώνειον]]; but [[σκαμμώνιον]] is corroborated by the metre in Nic. [[l.c.]]]
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκᾰμμωνία''': ἡ, [[φυτόν]] τι, «[[εἶδος]] βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus Scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο [[φάρμακον]] καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον [[τύπος]] [[κάμων]], -ωνος.
|elnltext=σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. [[σκαμμωνίη]] [[winde]] (plant)
}}
{{elru
|elrutext='''σκαμμωνία:''' ἡ бот. [[скаммония]] ([[Convolvulus scammonia]] L, [[разновидность вьюнка]], сок которого употреблялся в качестве слабительного) Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-<i>ωνία</i>)].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον [[Διοσκορίδης|Διοσκορίδη]], γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]], [[σκαμμώνιον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[μαδωνία]])].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκαμμωνία:''' ἡ бот. скаммония (Convolvulus [[scammonia]] L, разновидность вьюнка, сок которого употреблялся в качестве слабительного) Arst.
|lstext='''σκᾰμμωνία''': , [[φυτόν]] τι, «[[εἶδος]] βοτάνης» Ἡσύχ., [[Convolvulus scammonia]], ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο [[φάρμακον]] καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον [[τύπος]] [[κάμων]], -ωνος.
}}
{{elnl
|elnltext=σκαμμωνία -ας, , Ion. σκαμμωνίη winde (plant)
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of scammony, Convulvulus scammonia</b> (Eub., Arist.)<br />Other forms: Also <b class="b3">ἀσκαμωνία</b> (Gp.)<br />Derivatives: <b class="b3">-ώνιον</b> (Nic. Al. 565) [[juice of this plant]], <b class="b3">-νίτης οἶνος</b> (Dsc., Plin.), also <b class="b3">κάμων</b> (Nic. Al. 484).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.<br />See also: (Not to [[κύμινον]].)
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[kind of scammony]], [[Convulvulus scammonia]] (Eub., Arist.)<br />Other forms: Also [[ἀσκαμωνία]] (Gp.)<br />Derivatives: [[σκαμμώνιον]] (Nic. Al. 565) [[juice]] of this plant, [[σκαμμωνίτης]] [[οἶνος]] (Dsc., Plin.), also [[κάμων]] (Nic. Al. 484).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.<br />See also: (Not to [[κύμινον]].)
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σκαμμωνία''': {skammōnía}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Art Winde]]<br />'''Etymology''' : Abzulehnen Carnoy REGr. 71, 99; zur Bildung Chantraine Form. 208.<br />'''See also''': s. [[κύμινον]].<br />'''Page''' 2,717
|ftr='''σκαμμωνία''': {skammōnía}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Art Winde]]<br />'''Etymology''': Abzulehnen Carnoy REGr. 71, 99; zur Bildung Chantraine Form. 208.<br />'''See also''': s. [[κύμινον]].<br />'''Page''' 2,717
}}
{{wkpen
|wketx=[[Convolvulus scammonia]], known commonly as [[scammony]], is a bindweed native to the countries of the eastern part of the Mediterranean basin; it grows in bushy waste places, from Syria in the south to the Crimea in the north, its range extending westward to the Greek islands, but not to northern Africa or Italy. It is a twining perennial, bearing flowers like those of Convolvulus arvensis, and having irregularly arrow-shaped leaves and a thick fleshy root.
 
The dried juice, virgin scammony, obtained by incision of the living root, has been used in traditional medicine as scammonium, but the variable quality of the drug has led to the employment of scammoniae resina, which is obtained from the dried root by digestion with alcohol. Upon consumption, the resin is inert until it has passed from the stomach into the duodenum, where it meets the bile. A chemical reaction occurs between it and taurocholate and glycocholate in the bile, whereby it is converted into a powerful purgative which in doses becomes a violent gastrointestinal irritant. Scammony kills both roundworm and tapeworm, especially the former, and it was therefore used as an anthelmintic.
 
The principle bioactive component is the glucoside scammonin (also known as jalapin, molecular formula C34H56O16).
}}
{{trml
|trtx====[[scammony]]===
Arabic: سَقَمُونِيَا; Catalan: escamònia; Finnish: alepponkierto; German: [[Purgierkraut]], [[Purgierwinde]]; Ancient Greek: [[ἀσκαμωνία]], [[δακρύδιον]], [[δάκρυα κάμωνος]], [[κάμων]], [[σκαμώνειον]], [[σκαμμώνιον]], [[σκαμωνία]], [[σκαμμωνία]], [[σκαμμωνίη]]; Italian: [[scamonea]]; Latin: [[acridium]], [[scammonea]], [[scammonia]]; Polish: socznica, powój czyszczący, powój przeczyszczający, powój żywiczny; Romanian: scamonee; Russian: [[вьюнок смолоносный]], [[скаммоний]]; Serbo-Croatian: divlji ladolež, ladolež; Spanish: [[escamonea]]; Swedish: hartsvinda; Ukrainian: берізка смолоносна; Welsh: cynghafog y Dwyrain
}}
}}

Latest revision as of 13:31, 8 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμμωνία Medium diacritics: σκαμμωνία Low diacritics: σκαμμωνία Capitals: ΣΚΑΜΜΩΝΙΑ
Transliteration A: skammōnía Transliteration B: skammōnia Transliteration C: skammonia Beta Code: skammwni/a

English (LSJ)

(and σκαμωνία), ἡ, scammony, Convolvulus scammonia, from the roots of which the purgative medicine scammony is extracted, Eub.19, Arist.Pr.864a4, b13, Thphr.HP 4.5.1, 9.1.3, al., Dsc.4.170; also σκαμμώνιον, τό, Nic.Al.565; σκαμώνειον, Anon. Lond.37.19; cf. ἀσκαμωνία, κάμων.[σκᾰμωνία Eub. l.c.; the spelling with one μ is found also in Thphr.HP9.1.4 codd., 9.9.1 codd., Sor. 1.125, Hsch., and as v.l. in Dsc. l.c.; cf. σκαμώνειον; but σκαμμώνιον is corroborated by the metre in Nic. l.c.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαμμωνία -ας, ἡ, Ion. σκαμμωνίη winde (plant)

Russian (Dvoretsky)

σκαμμωνία: ἡ бот. скаммония (Convolvulus scammonia L, разновидность вьюнка, сок которого употреблялся в качестве слабительного) Arst.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο, σκαμμώνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδωνία)].

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰμμωνία: ἡ, φυτόν τι, «εἶδος βοτάνης» Ἡσύχ., Convolvulus scammonia, ἐκ ῶν ῥιζῶν τοῦ ὁποίου παρεσκευάζετο φάρμακον καθαρτικόν, Εὔβουλ. ἐν «Γλαυκ.»1., Ἀριστ. Προβλ. 1. 41, 43, Θεόφρ. (Schneid Ind.), Διοσκ. 4. 171· - παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 578 εὑρίσκομεν σκαμμώνιον, τό· καὶ ἐν στίχ. 484 ἀπαντᾷ ποιητικὸς κατὰ φαινόμενον τύπος κάμων, -ωνος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: kind of scammony, Convulvulus scammonia (Eub., Arist.)
Other forms: Also ἀσκαμωνία (Gp.)
Derivatives: σκαμμώνιον (Nic. Al. 565) juice of this plant, σκαμμωνίτης οἶνος (Dsc., Plin.), also κάμων (Nic. Al. 484).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.
See also: (Not to κύμινον.)

Frisk Etymology German

σκαμμωνία: {skammōnía}
Grammar: f.
Meaning: Art Winde
Etymology: Abzulehnen Carnoy REGr. 71, 99; zur Bildung Chantraine Form. 208.
See also: s. κύμινον.
Page 2,717

Wikipedia EN

Convolvulus scammonia, known commonly as scammony, is a bindweed native to the countries of the eastern part of the Mediterranean basin; it grows in bushy waste places, from Syria in the south to the Crimea in the north, its range extending westward to the Greek islands, but not to northern Africa or Italy. It is a twining perennial, bearing flowers like those of Convolvulus arvensis, and having irregularly arrow-shaped leaves and a thick fleshy root.

The dried juice, virgin scammony, obtained by incision of the living root, has been used in traditional medicine as scammonium, but the variable quality of the drug has led to the employment of scammoniae resina, which is obtained from the dried root by digestion with alcohol. Upon consumption, the resin is inert until it has passed from the stomach into the duodenum, where it meets the bile. A chemical reaction occurs between it and taurocholate and glycocholate in the bile, whereby it is converted into a powerful purgative which in doses becomes a violent gastrointestinal irritant. Scammony kills both roundworm and tapeworm, especially the former, and it was therefore used as an anthelmintic.

The principle bioactive component is the glucoside scammonin (also known as jalapin, molecular formula C34H56O16).

Translations

scammony

Arabic: سَقَمُونِيَا; Catalan: escamònia; Finnish: alepponkierto; German: Purgierkraut, Purgierwinde; Ancient Greek: ἀσκαμωνία, δακρύδιον, δάκρυα κάμωνος, κάμων, σκαμώνειον, σκαμμώνιον, σκαμωνία, σκαμμωνία, σκαμμωνίη; Italian: scamonea; Latin: acridium, scammonea, scammonia; Polish: socznica, powój czyszczący, powój przeczyszczający, powój żywiczny; Romanian: scamonee; Russian: вьюнок смолоносный, скаммоний; Serbo-Croatian: divlji ladolež, ladolež; Spanish: escamonea; Swedish: hartsvinda; Ukrainian: берізка смолоносна; Welsh: cynghafog y Dwyrain