μέρισμα: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] τό, das Getheilte, der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] τό, das Getheilte, der Teil, Orph. Hymn. Pan. 16. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:42, 10 April 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, part, Orph.H.11.16, prob. in PStrassb.107.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 135] τό, das Getheilte, der Teil, Orph. Hymn. Pan. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μέρισμα: τό, μέρος, Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.
Greek Monolingual
το (Α μέρισμα) μερίζω
νεοελλ.
1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά
2. μερίδιο
3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας
β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό ταμείο έναντι τών κρατήσεων που είχε καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του
αρχ.
μέρος («ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς», Ορφ. Ύμν.).