ἐξάρθρωμα: Difference between revisions

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksarthroma
|Transliteration C=eksarthroma
|Beta Code=e)ca/rqrwma
|Beta Code=e)ca/rqrwma
|Definition=-ατος, τό, = [[ἐξάρθρημα]].
|Definition=ἐξαρθρώματος, τό, = [[ἐξάρθρημα]] ([[dislocation]]).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.25, cf. [[ἐξάρθρημα]].
|dgtxt=ἐξαρθρώματος, τό<br />medic. [[dislocación]], [[luxación]] Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.<i>in Hp.Fract</i>.53.25, cf. [[ἐξάρθρημα]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάρθρωμα''': τό, -θρωσις, ἡ, = [[ἐξάρθρημα]], -θρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.
|lstext='''ἐξάρθρωμα''': τό, ἐξάρθρωσις, ἡ, = [[ἐξάρθρημα]], ἐξάρθρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρωμα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[μετατόπιση]] οστών που συνδέονται με [[άρθρωση]], το [[βγάλσιμο]] από την [[κλείδωση]].
|mltxt=το (Α [[ἐξάρθρωμα]]) [[εξαρθρώ]]<br />[[μετατόπιση]] οστών που συνδέονται με [[άρθρωση]], το [[βγάλσιμο]] από την [[κλείδωση]].
}}
{{trml
|trtx====[[dislocation]]===
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang
}}
}}

Latest revision as of 10:06, 13 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρθρωμα Medium diacritics: ἐξάρθρωμα Low diacritics: εξάρθρωμα Capitals: ΕΞΑΡΘΡΩΜΑ
Transliteration A: exárthrōma Transliteration B: exarthrōma Transliteration C: eksarthroma Beta Code: e)ca/rqrwma

English (LSJ)

ἐξαρθρώματος, τό, = ἐξάρθρημα (dislocation).

Spanish (DGE)

ἐξαρθρώματος, τό
medic. dislocación, luxación Gal.18(2).323, ἐπὶ ποδῶν Steph.in Hp.Fract.53.25, cf. ἐξάρθρημα.

German (Pape)

[Seite 872] τό, das Ausgerenkte, Verrenkung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρθρωμα: τό, ἐξάρθρωσις, ἡ, = ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, Ἱππ. παρὰ Γαληνῷ.

Greek Monolingual

το (Α ἐξάρθρωμα) εξαρθρώ
μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, το βγάλσιμο από την κλείδωση.

Translations