Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διορθωτής: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reformador]], [[enderezador]] de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.<i>Sol</i>.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.<i>V.Chrys</i>.12.335, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.8.67.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[corrector]] φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad</i>, <i>Arsameia</i> 203 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> filol. [[revisor]] τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.<i>Barn</i>.661<br /><b class="num">•</b>[[autor de una edición crítica]], [[editor]] ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.<i>Il</i>.7.238c.<br /><b class="num">II</b> jur. y admin.<br /><b class="num">1</b> οἱ διορθωταί [[correctores]] miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos <i>Gonnoi</i> 112.2 (III a.C.), prob. en Delos <i>IG</i> 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. [[διορθωτήρ]].<br /><b class="num">2</b> en la admin. rom.:<br /><b class="num">a)</b> [[corrector]], lat. <i>[[legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum]]</i> magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.<i>Epict</i>.3.7.1, δ. καὶ λογιστής <i>OGI</i> 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος <i>IG</i> 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. <i>RECAM</i> 2.414.9 (Ancira III d.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[consultor]], lat. <i>[[uir rei publicae constituendae]]</i> πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.
|dgtxt=διορθωτοῦ, ὁ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[reformador]], [[enderezador]] de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.<i>Sol</i>.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.<i>V.Chrys</i>.12.335, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.1.8.67.3<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[corrector]] φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad</i>, <i>Arsameia</i> 203 (I a.C.).<br /><b class="num">2</b> filol. [[revisor]] τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.<i>Barn</i>.661<br /><b class="num">•</b>[[autor de una edición crítica]], [[editor]] ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.<i>Sp</i>.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.<i>Il</i>.7.238c.<br /><b class="num">II</b> jur. y admin.<br /><b class="num">1</b> οἱ [[διορθωταί]] = [[correctores]] miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos <i>Gonnoi</i> 112.2 (III a.C.), prob. en Delos <i>IG</i> 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. [[διορθωτήρ]].<br /><b class="num">2</b> en la admin. rom.:<br /><b class="num">a)</b> [[corrector]], lat. <i>[[legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum]]</i> magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.<i>Epict</i>.3.7.1, δ. καὶ λογιστής <i>OGI</i> 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος <i>IG</i> 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. <i>RECAM</i> 2.414.9 (Ancira III d.C.);<br /><b class="num">b)</b> [[consultor]], lat. <i>[[uir rei publicae constituendae]]</i> πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[réformateur]].<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]].
|btext=διορθωτοῦ (ὁ) :<br />[[réformateur]].<br />'''Étymologie:''' [[διορθόω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διορθωτής:''' ου ὁ<br /><b class="num">1</b> [[реформатор]] (δ. καὶ [[νομοθέτης]] τῆς πολιτείας Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исправитель]], [[редактор]] (τῶν ποιημάτων Diod.).
|elrutext='''διορθωτής:''' διορθωτοῦ ὁ<br /><b class="num">1</b> [[реформатор]] (δ. καὶ [[νομοθέτης]] τῆς πολιτείας Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[исправитель]], [[редактор]] (τῶν ποιημάτων Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διορθωτής:''' -οῦ, ὁ, [[διορθωτής]], [[επανορθωτής]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''διορθωτής:''' διορθωτοῦ, ὁ, [[διορθωτής]], [[επανορθωτής]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διορθωτής]], οῦ, <i>n</i> [from [[διορθόω]]<br />a [[corrector]], [[reformer]], Plut.
|mdlsjtxt=[[διορθωτής]], διορθωτοῦ, <i>n</i> [from [[διορθόω]]<br />a [[corrector]], [[reformer]], Plut.
}}
}}

Revision as of 07:18, 22 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορθωτής Medium diacritics: διορθωτής Low diacritics: διορθωτής Capitals: ΔΙΟΡΘΩΤΗΣ
Transliteration A: diorthōtḗs Transliteration B: diorthōtēs Transliteration C: diorthotis Beta Code: diorqwth/s

English (LSJ)

διορθωτοῦ, ὁ,
A a corrector, τῶν σοφῶν LXX Wi.7.15; τῆς πολιτείας Plu.Sol.16; = Lat. corrector civitatium, Arr.Epict.3.7.1.
2 esp. of books, editor, reviser, D.S.15.6, Gal.8.758.

Spanish (DGE)

διορθωτοῦ, ὁ
I 1reformador, enderezador de pers. τῆς πολιτείας ref. a Solón, Plu.Sol.16, ὁ Χριστός, ὁ τῆς ἀνθρωπίνης πλάνης δ. Pall.V.Chrys.12.335, cf. Clem.Al.Paed.1.8.67.3
de abstr. corrector φόβῳ τε διορθωτῇ κακίας [ἀ] κούσιον μίασμα θεραπευέτω y que cure la mancha involuntaria con el miedo corrector de la maldad, Arsameia 203 (I a.C.).
2 filol. revisor τῶν ποιημάτων ἐπιστάται καὶ διορθωταί D.S.15.6, οὐ γὰρ ἐσμεν διορθωταὶ τοῦ θεοῦ ἀλλ' ὑποτακτῖται Alex.Sal.Barn.661
autor de una edición crítica, editor ὁ δ. λαμβάνων τὸ βιβλίον διωρθοῦτο αὐτό Sch.D.T.12.6, cf. Gal.8.758, Theodos.Gr.Sp.p.32, οἱ διορθωταί Sch.Er.Il.7.238c.
II jur. y admin.
1 οἱ διορθωταί = correctores miembros de una magistratura heleníst., quizá encargada de corregir las leyes, documentada en Gonos Gonnoi 112.2 (III a.C.), prob. en Delos IG 11(2).1028a.1 (III a.C.), cf. διορθωτήρ.
2 en la admin. rom.:
a) corrector, lat. legatus Augusti pro praetore ad corrigendum statum magistrado que desde época de Hadriano posee poderes especiales en las provincias δ. τῶν ἐλευθέρων πολέων Arr.Epict.3.7.1, δ. καὶ λογιστής OGI 543.19 (Ancira II d.C.), ἡ[γ] ε[μόνα] καὶ δ. ... τῆς Ἑλλάδος IG 5(1).538.13 (Esparta II/III d.C.), cf. RECAM 2.414.9 (Ancira III d.C.);
b) consultor, lat. uir rei publicae constituendae πρὸς κατάστασιν τῶν πραγμάτων ἐπιμελητάς τέ τινας καὶ ... διορθωτὰς ... αἱρεθῆναι D.C.46.55.3.

French (Bailly abrégé)

διορθωτοῦ (ὁ) :
réformateur.
Étymologie: διορθόω.

German (Pape)

ὁ, Verbesserer, τῆς πολιτείας, heißt Solon Plut. Sol. 16. – Vom Verbesserer eines Buches, der eine berichtigte Ausgabe besorgt, Galen. und Schol.

Russian (Dvoretsky)

διορθωτής: διορθωτοῦ ὁ
1 реформатор (δ. καὶ νομοθέτης τῆς πολιτείας Plut.);
2 исправитель, редактор (τῶν ποιημάτων Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

διορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διορθώνων, ἐπανορθωτής, Πλούτ. Σόλ. 16· ἰδίως ὁ διορθώνων βιβλία, Γαλην. 8, 100. 9, 239.

Greek Monolingual

ο (AM διορθωτής) διορθώ
αυτός που διορθώνει κάτι
νεοελλ.
1. αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη διόρθωση δοκιμίων, σημειώνει στα δοκίμια τα λάθη τών στοιχειοθετών
2. διορθωτήρας
αρχ.-μσν.
αυτός που αποκαθιστά την ορθή γραφή στα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων
μσν.
ρυθμιστής, διοικητής
αρχ.
1. σύμβουλος, επιμελητής
2. ανορθωτής.

Greek Monotonic

διορθωτής: διορθωτοῦ, ὁ, διορθωτής, επανορθωτής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

διορθωτής, διορθωτοῦ, n [from διορθόω
a corrector, reformer, Plut.