Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στολιδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stolidotos
|Transliteration C=stolidotos
|Beta Code=stolidwto/s
|Beta Code=stolidwto/s
|Definition=ή, όν, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> στολίς 11) <b class="b3">σ. χιτών</b> a long tunic [[hanging in many folds]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.4.2</span>, cf. <span class="bibl">Poll.7.54</span>.</span>
|Definition=στολιδωτή, στολιδωτόν, ([[στολίς]] II) στολιδωτὸς [[χιτών]] = a long [[tunic]] [[hanging in many folds]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.4.2, cf. Poll.7.54.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] adj. verb. von [[στολιδόω]], angezogen; – [[χιτών]], ein faltenreicher Rock, τὰ [[κάτω]], Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0946.png Seite 946]] adj. verb. von [[στολιδόω]], angezogen; – [[χιτών]], ein faltenreicher Rock, τὰ [[κάτω]], Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''στολῐδωτός''': , -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[στολιδόομαι]] ([[στολίς]] ΙΙ), στ. [[χιτών]], μακρὺς [[χιτών]], σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 54.
|btext=ή, όν :<br />[[plissé]].<br />'''Étymologie:''' [[στολιδόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] [[geplooid]], [[met plooien]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />plissé.<br />'''Étymologie:''' [[στολιδόω]].
|elrutext='''στολῐδωτός:''' [[ниспадающий складками]] ([[χιτών]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στολιδοῡμαι]]<br />αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ [[κάτω]]», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στολιδοῦμαι]]<br />αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ [[κάτω]]», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στολῐδωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[στολιδόομαι]]· στολῐδωτὸς [[χιτών]], [[μακρύς]] [[χιτώνας]] που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν.
|lsmtext='''στολῐδωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[στολιδόομαι]]· στολῐδωτὸς [[χιτών]], [[μακρύς]] [[χιτώνας]] που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''στολῐδωτός:''' ниспадающий складками ([[χιτών]] Xen.).
|lstext='''στολῐδωτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[στολιδόομαι]] ([[στολίς]] ΙΙ), στ. [[χιτών]], μακρὺς [[χιτών]], σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.
}}
{{elnl
|elnltext=στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] geplooid, met plooien.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στολῐδωτός, ή, όν verb. adj. of [[στολιδόομαι]]<br />στ. [[χιτών]] a [[tunic]] [[hanging]] in folds, Xen.
|mdlsjtxt=στολῐδωτός, ή, όν verb. adj. of [[στολιδόομαι]]<br />στ. [[χιτών]] a [[tunic]] [[hanging]] in folds, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 12:29, 27 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στολιδωτός Medium diacritics: στολιδωτός Low diacritics: στολιδωτός Capitals: ΣΤΟΛΙΔΩΤΟΣ
Transliteration A: stolidōtós Transliteration B: stolidōtos Transliteration C: stolidotos Beta Code: stolidwto/s

English (LSJ)

στολιδωτή, στολιδωτόν, (στολίς II) στολιδωτὸς χιτών = a long tunic hanging in many folds, X.Cyr.6.4.2, cf. Poll.7.54.

German (Pape)

[Seite 946] adj. verb. von στολιδόω, angezogen; – χιτών, ein faltenreicher Rock, τὰ κάτω, Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plissé.
Étymologie: στολιδόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολιδωτός -ή -όν [στολιδόομαι] geplooid, met plooien.

Russian (Dvoretsky)

στολῐδωτός: ниспадающий складками (χιτών Xen.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στολιδοῦμαι
αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῦν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω», Ξεν.).

Greek Monotonic

στολῐδωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του στολιδόομαι· στολῐδωτὸς χιτών, μακρύς χιτώνας που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

στολῐδωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ στολιδόομαι (στολίς ΙΙ), στ. χιτών, μακρὺς χιτών, σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.

Middle Liddell

στολῐδωτός, ή, όν verb. adj. of στολιδόομαι
στ. χιτών a tunic hanging in folds, Xen.