λοφάω: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lofao
|Transliteration C=lofao
|Beta Code=lofa/w
|Beta Code=lofa/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">have a crest</b> (λόφος), of larks, <span class="bibl">Babr.88.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">suffer from having too much crest</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>1211</span> (Com. word formed like [[βραγχάω]], [[λιθάω]], etc.); but <b class="b3">λοφᾷ· λόφου ἐπιθυμεῖ</b>, Hsch.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[have a crest]] ([[λόφος]]), of larks, Babr.88.4.<br><span class="bld">2</span> [[suffer from having too much crest]], Ar.''Pax''1211 (Com. word formed like [[βραγχάω]], [[λιθάω]], etc.); but <b class="b3">λοφᾷ· λόφου ἐπιθυμεῖ</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{bailly
|btext=[[λοφῶ]] :<br />[[avoir une huppe]], [[un toupet]].<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>einen [[Federbusch]] haben</i>, Suid.<br>Bei Ar. <i>Pax</i> 1177, τί δ' ἐστίν, ὦ κακόδαιμον; [[οὔτι]] που λοφᾷς, erkl. Hesych. λόφου ἐπιθυμεῖ, komisches Wort nach [[Analogie]] von [[βραγχάω]], [[λιθάω]] und ähnlichen Verbis, die eine [[Krankheit]] [[bezeichnen]], [[gebildet]], etwa: <i>leidest du an der Federbuschsucht ?</i> Lobeck <i>Phryn</i>. p. 80.
}}
{{elru
|elrutext='''λοφάω:'''<br /><b class="num">1</b> (о жаворонке), [[быть хохлатым]] Babr.;<br /><b class="num">2</b> шутл. (по созвучию с [[λιθάω]] страдать каменной болезнью) страдать болезнью султанов, т. е. неутомимо изготовлять султаны для шлемов Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λοφάω''': μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - [[διότι]] ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ [[βραγχάω]], [[λιθάω]], [[ποδαγράω]], ὑδεράω, κτλ., [[ἅπερ]], ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.
|lstext='''λοφάω''': μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - [[διότι]] ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ [[βραγχάω]], [[λιθάω]], [[ποδαγράω]], ὑδεράω, κτλ., [[ἅπερ]], ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une huppe, un toupet.<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λοφάω:''' μέλ. <i>λοφήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> έχω [[λοφίο]] ([[λόφος]]), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κακώς]] έχω ως προς το [[λοφίο]] (δηλ. έχω [[λοφίο]] μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> to [[have]] a [[crest]] ([[λόφος]]), of larks, Babr.<br /><b class="num">2.</b> to be ill of a [[crest]] (i. e. to [[have]] [[more]] [[crest]] [[than]] enought), Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφάω Medium diacritics: λοφάω Low diacritics: λοφάω Capitals: ΛΟΦΑΩ
Transliteration A: lopháō Transliteration B: lophaō Transliteration C: lofao Beta Code: lofa/w

English (LSJ)

A have a crest (λόφος), of larks, Babr.88.4.
2 suffer from having too much crest, Ar.Pax1211 (Com. word formed like βραγχάω, λιθάω, etc.); but λοφᾷ· λόφου ἐπιθυμεῖ, Hsch.

French (Bailly abrégé)

λοφῶ :
avoir une huppe, un toupet.
Étymologie: λόφος.

German (Pape)

einen Federbusch haben, Suid.
Bei Ar. Pax 1177, τί δ' ἐστίν, ὦ κακόδαιμον; οὔτι που λοφᾷς, erkl. Hesych. λόφου ἐπιθυμεῖ, komisches Wort nach Analogie von βραγχάω, λιθάω und ähnlichen Verbis, die eine Krankheit bezeichnen, gebildet, etwa: leidest du an der Federbuschsucht ? Lobeck Phryn. p. 80.

Russian (Dvoretsky)

λοφάω:
1 (о жаворонке), быть хохлатым Babr.;
2 шутл. (по созвучию с λιθάω страдать каменной болезнью) страдать болезнью султанов, т. е. неутомимо изготовлять султаны для шлемов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λοφάω: μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - διότι ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ λέξις εἶναι κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ βραγχάω, λιθάω, ποδαγράω, ὑδεράω, κτλ., ἅπερ, ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.

Greek Monotonic

λοφάω: μέλ. λοφήσω,
1. έχω λοφίο (λόφος), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
2. κακώς έχω ως προς το λοφίο (δηλ. έχω λοφίο μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

1. to have a crest (λόφος), of larks, Babr.
2. to be ill of a crest (i. e. to have more crest than enought), Ar.