προσοικέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosoikeo
|Transliteration C=prosoikeo
|Beta Code=prosoike/w
|Beta Code=prosoike/w
|Definition=<span class="bld">A</span> [[dwell by]] or [[near]], <b class="b3">οἱ προσοικοῦντες</b> [[neighbouring tribes]], Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι -οικοῦντες X.''Vect.''1.8; <b class="b3">ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ</b>, of towns, [[lie by]] or [[lie near]], Pl.''Ti.''22d:—also Pass., τῇ πόλει -ῳκημένοι J.''BJ''4.4.3.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">π. πρὸς τῷ τοίχῳ</b> [[has his house abutting on]] the wall, ''OGI'' 483.105 (Pergam.).<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[dwell in]] or [[dwell near]], ([[Ἐπίδαμνος|Ἐπίδαμνον]]) Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.''Pol.''1256a37.<br><span class="bld">II</span> Pass., of a place, [[προσοικοῦμαι]] to [[be inhabited]], Plu.2.938d.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[dwell by]] or [[dwell near]], <b class="b3">οἱ προσοικοῦντες</b> [[neighbouring tribes]], Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι προσοικοῦντες X.''Vect.''1.8; <b class="b3">ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ</b>, of towns, [[lie by]] or [[lie near]], Pl.''Ti.''22d:—also Pass., τῇ πόλει προσῳκημένοι J.''BJ''4.4.3.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">π. πρὸς τῷ τοίχῳ</b> has his [[house]] [[abut]]ting on the [[wall]], ''OGI'' 483.105 (Pergam.).<br><span class="bld">2</span> c. acc., [[dwell in]] or [[dwell near]], ([[Ἐπίδαμνος|Ἐπίδαμνον]]) Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.''Pol.''1256a37.<br><span class="bld">II</span> Pass., of a place, [[προσοικοῦμαι]] to [[be inhabited]], Plu.2.938d.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:27, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοικέω Medium diacritics: προσοικέω Low diacritics: προσοικέω Capitals: ΠΡΟΣΟΙΚΕΩ
Transliteration A: prosoikéō Transliteration B: prosoikeō Transliteration C: prosoikeo Beta Code: prosoike/w

English (LSJ)

A dwell by or dwell near, οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι προσοικοῦντες X.Vect.1.8; ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ, of towns, lie by or lie near, Pl.Ti.22d:—also Pass., τῇ πόλει προσῳκημένοι J.BJ4.4.3.
b π. πρὸς τῷ τοίχῳ has his house abutting on the wall, OGI 483.105 (Pergam.).
2 c. acc., dwell in or dwell near, (Ἐπίδαμνον) Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.Pol.1256a37.
II Pass., of a place, προσοικοῦμαι to be inhabited, Plu.2.938d.

German (Pape)

[Seite 774] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.

French (Bailly abrégé)

προσοικῶ :
habiter auprès de, dat. ou acc. ; Pass. être habité, peuplé.
Étymologie: πρός, οἰκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσοικέω [πρόσοικος] wonen bij, met dat. of acc.

Russian (Dvoretsky)

προσοικέω:
1 жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);
2 находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);
3 населять (γῆ προσοικουμένη Plut.).

Greek Monotonic

προσοικέω: μέλ. -ήσω,
1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ., οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.
2. με αιτ., κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσοικέω: κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to dwell by or near, τινί Xen.: absol., οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isocr.
2. c. acc. to dwell in or near, Ἐπίδαμνον Thuc.