καταδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katadateomai
|Transliteration C=katadateomai
|Beta Code=katadate/omai
|Beta Code=katadate/omai
|Definition=fut. <b class="b3">-δάσομαι</b> (v. infr.):—Med., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[divide among themselves]], [[tear and devour]], κύνες κατὰ πάντα δάσονται <span class="bibl">Il.22.354</span>:— Pass., <b class="b3">ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι</b> (nisi leg. <b class="b3">κατεδεσθῆναι</b>) <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span> 35</span>; <b class="b3">καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα</b> [[divided]], [[allotted]] it, <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.28.</span>
|Definition=fut. καταδάσομαι (v. infr.):—Med.,<br><span class="bld">A</span> [[divide among themselves]], [[tear and devour]], κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:—Pass., <b class="b3">ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι</b> ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[κατεδεσθῆναι]]) Luc.''Demon.'' 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα</b> [[divided]], [[allotted]] it, ''Tab.Heracl.''2.28.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταδατέομαι''': μέλλ. -[[δάσομαι]], Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος [[βίος]] 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. [[προσδατέομαι]].
|elnltext=κατα-δατέομαι [[verscheuren]], [[verslinden]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]] [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[σχίζω]] και [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''καταδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]] [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[σχίζω]] και [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.
|mltxt=καταδατοῦμαι, [[καταδατέομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> μοιράζομαι [[τροφή]] με άλλους<br /><b>2.</b> [[κατασπαράζω]]<br /><b>3.</b> [[διανέμω]], [[μοιράζω]] («τὰν γᾱν κατεδασσάμεθα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δατοῦμαι</i> «μοιράζομαι [[κάτι]] με άλλους»].
}}
{{ls
|lstext='''καταδατέομαι''': μέλλ. -[[δάσομαι]], Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος [[βίος]] 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. [[προσδατέομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δάσομαι]]<br />Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], [[tear]] and [[devour]], Il.
|mdlsjtxt=fut. -[[δάσομαι]]<br />Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], [[tear]] and [[devour]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 6 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδᾰτέομαι Medium diacritics: καταδατέομαι Low diacritics: καταδατέομαι Capitals: ΚΑΤΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: katadatéomai Transliteration B: katadateomai Transliteration C: katadateomai Beta Code: katadate/omai

English (LSJ)

fut. καταδάσομαι (v. infr.):—Med.,
A divide among themselves, tear and devour, κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354:—Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch.
II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-δατέομαι verscheuren, verslinden.

Greek Monotonic

καταδατέομαι: μέλ. -δάσομαι [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι κάτι μαζί με άλλους, σχίζω και καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek Monolingual

καταδατοῦμαι, καταδατέομαι (Α)
1. μοιράζομαι τροφή με άλλους
2. κατασπαράζω
3. διανέμω, μοιράζω («τὰν γᾱν κατεδασσάμεθα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δατοῦμαι «μοιράζομαι κάτι με άλλους»].

Greek (Liddell-Scott)

καταδατέομαι: μέλλ. -δάσομαι, Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, καταβιβρώσκω, ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος βίος 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. προσδατέομαι.

Middle Liddell

fut. -δάσομαι
Mid. to divide among themselves, tear and devour, Il.