συνιστορέω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synistoreo
|Transliteration C=synistoreo
|Beta Code=sunistore/w
|Beta Code=sunistore/w
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[know together]], <b class="b3">σ. αὑτῷ τι</b> to [[be conscious of]] a thing, <span class="bibl">Men.632</span>; <b class="b3">ἑαυτῷ ὅτι . .</b>Aristeas <span class="bibl">215</span>; ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι <span class="bibl">Id.260</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>1.64.22</span> (i B.C.), Phld.<span class="title">Mus.</span> p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">σ. κακοῖς</b> <b class="b2">consort with . .</b>, <span class="bibl">Vett.Val.126.22</span>; <b class="b3">οἱ συνιστοροῦντες</b> [[accomplices]], <span class="bibl">Heph.Astr.3.37</span> in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(1).156. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> c. acc., [[connive at]], φόνον <span class="title">SIG</span>985.22 (Philadelphia), cf. <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>8.901.12</span> (i A.D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[record as well]], <span class="bibl">Cleanth.Stoic.1.133</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Geog.</span>1.17.4</span>, <span class="bibl">Eust.265.34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[reckon up]], τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span> 24.51</span> (ii B.C.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[know together]], <b class="b3">σ. αὑτῷ τι</b> to [[be conscious of]] a thing, Men.632; <b class="b3">ἑαυτῷ ὅτι..</b>Aristeas 215; ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι Id.260, cf. ''PSI''1.64.22 (i B.C.), Phld.''Mus.'' p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">συνιστορέω κακοῖς</b> [[consort with]].., Vett.Val.126.22; <b class="b3">οἱ συνιστοροῦντες</b> [[accomplice]]s, Heph.Astr.3.37 in ''Cat.Cod.Astr.''8(1).156.<br><span class="bld">3</span> c. acc., [[connive at]], φόνον ''SIG''985.22 (Philadelphia), cf. ''PSI''8.901.12 (i A.D.).<br><span class="bld">II</span> [[record as well]], Cleanth.Stoic.1.133, Ptol.''Geog.''1.17.4, Eust.265.34.<br><span class="bld">2</span> [[reckon up]], τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων ''PTeb.'' 24.51 (ii B.C.).
}}
{{elru
|elrutext='''συνιστορέω:''' [[сознавать]]: ὁ συνιστορῶν [[αὑτῷ]] τι Men. сознающий за собой что-л.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit [[davon]] od. [[darum]] [[wissen]]</i>, Men. bei Stob. und Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[συνιστορέω]], ΜΑ [[ἱστορῶ]]<br />[[εξιστορώ]] [[επίσης]] κι εγώ (α. «... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος», <b>Ευστ.</b>, β. «ταῦτα γὰρ πρότερον συνιστορεῖν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γνωρίζω]] καλά, έχω [[συνείδηση]] ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.)<br /><b>2.</b> [[συνδέομαι]], έχω σχέσεις με κάποιον («συνίστορει κακοῖς», Βέττ.)<br /><b>3.</b> [[συνεργώ]] σε [[κάτι]] («συνιστορῶ φόνον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αριθμώ]], [[μετρώ]] («συνιστορεῖ τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων», πάπ.)<br /><b>5.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ συνιστοροῦντες</i><br />οι συνεργοί.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνιστορέω''': [[ὁμοῦ]] γινώσκω, [[σύνοιδα]], σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι [[ὁμοῦ]], Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35.
|lstext='''συνιστορέω''': [[ὁμοῦ]] γινώσκω, [[σύνοιδα]], σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι [[ὁμοῦ]], Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35.
}}
{{elru
|elrutext='''συνιστορέω:''' сознавать: ὁ συνιστορῶν [[αὑτῷ]] τι Men. сознающий за собой что-л.
}}
}}

Latest revision as of 05:32, 15 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνιστορέω Medium diacritics: συνιστορέω Low diacritics: συνιστορέω Capitals: ΣΥΝΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: synistoréō Transliteration B: synistoreō Transliteration C: synistoreo Beta Code: sunistore/w

English (LSJ)

A know together, σ. αὑτῷ τι to be conscious of a thing, Men.632; ἑαυτῷ ὅτι..Aristeas 215; ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι Id.260, cf. PSI1.64.22 (i B.C.), Phld.Mus. p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.).
2 συνιστορέω κακοῖς consort with.., Vett.Val.126.22; οἱ συνιστοροῦντες accomplices, Heph.Astr.3.37 in Cat.Cod.Astr.8(1).156.
3 c. acc., connive at, φόνον SIG985.22 (Philadelphia), cf. PSI8.901.12 (i A.D.).
II record as well, Cleanth.Stoic.1.133, Ptol.Geog.1.17.4, Eust.265.34.
2 reckon up, τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων PTeb. 24.51 (ii B.C.).

Russian (Dvoretsky)

συνιστορέω: сознавать: ὁ συνιστορῶν αὑτῷ τι Men. сознающий за собой что-л.

German (Pape)

mit davon od. darum wissen, Men. bei Stob. und Sp.

Greek Monolingual

συνιστορέω, ΜΑ ἱστορῶ
εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῦτα γὰρ πρότερον συνιστορεῖν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.)
αρχ.
1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.)
2. συνδέομαι, έχω σχέσεις με κάποιον («συνίστορει κακοῖς», Βέττ.)
3. συνεργώ σε κάτι («συνιστορῶ φόνον», επιγρ.)
4. αριθμώ, μετρώ («συνιστορεῖ τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων», πάπ.)
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνιστοροῦντες
οι συνεργοί.

Greek (Liddell-Scott)

συνιστορέω: ὁμοῦ γινώσκω, σύνοιδα, σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι ὁμοῦ, Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35.