ἀποσποδέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (1 revision imported)
 
(5 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apospodeo
|Transliteration C=apospodeo
|Beta Code=a)pospode/w
|Beta Code=a)pospode/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wear quite off]], <b class="b3">τοὺς ὄνυχας</b> [[walk]] one's toes [[off]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Av.</span>8</span>:—Pass., = [[ἀπερρίφθαι]], [[ἀποθανεῖν]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ</b>, Id. (<b class="b3">-ικώτων</b> cod.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wear quite off]], τοὺς ὄνυχας [[walk]] one's toes [[off]], Ar. ''Av.''8:—Pass., = [[ἀπορρίπτω|ἀπερρίφθαι]], [[ἀποθανεῖν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />user, épuiser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σποδέω]].
|btext=[[ἀποσποδῶ]] :<br />[[user]], [[épuiser]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σποδέω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποσποδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φθείρω]] [[κάτι]] εντελώς, το [[καταστρέφω]] μέσω της χρήσης· <i>ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας</i>, [[καταστρέφω]] φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.
}}
{{grml
|mltxt=ἀποσποδῶ ([[ἀποσποδέω]]) (Α) [[κάνω]] [[στάχτη]], [[καταστρέφω]] [[τελείως]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[wear]] [[quite]] off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to [[walk]] one's toes off, Ar.
|mdlsjtxt=to [[wear]] [[quite]] off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to [[walk]] one's toes off, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 09:48, 7 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσποδέω Medium diacritics: ἀποσποδέω Low diacritics: αποσποδέω Capitals: ΑΠΟΣΠΟΔΕΩ
Transliteration A: apospodéō Transliteration B: apospodeō Transliteration C: apospodeo Beta Code: a)pospode/w

English (LSJ)

A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch.
II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).

French (Bailly abrégé)

ἀποσποδῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.

German (Pape)

abreiben, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, sich die Nägel ablaufen, Ar. Av. 8, Schol. ἀφανίσαι. – Bei Hesych. wird ἀπεσποδῆσθαι durch ἁπερρῖφθαι, ἀποθανεῖν erklärt.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.

Greek Monotonic

ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.

Greek Monolingual

ἀποσποδῶ (ἀποσποδέω) (Α) κάνω στάχτη, καταστρέφω τελείως.

Middle Liddell

to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk one's toes off, Ar.