φυτευτήριον: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (1 revision imported) |
||
(4 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyteftirion | |Transliteration C=fyteftirion | ||
|Beta Code=futeuth/rion | |Beta Code=futeuth/rion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[layer]], Hp.''Nat.Puer.''23, X.''Oec.''19.13, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.2.4.<br><span class="bld">II</span> [[nursery]] or [[plantation]], I''G''12.94.33, 22.2493, D.53.15 (all pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />rejeton d'une plante.<br />'''Étymologie:''' [[φυτεύω]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[rejeton d'une plante]].<br />'''Étymologie:''' [[φυτεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φῠτευτήριον:''' τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''φῠτευτήριον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[саженец]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[рассадник]], [[питомник]] Dem. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[φυτευτήριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] κατάλληλο για το [[φύτευμα]] ποωδών, [[κυρίως]], [[φυτών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάδος]] φυτού που χρησιμεύει για [[μεταφύτευση]] και πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκταση]] γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για [[μεταφύτευση]], [[φυτώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> [[κλαδευτήρι]] ([[κλαδευτήριον]])]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:03, 8 October 2024
English (LSJ)
τό,
A layer, Hp.Nat.Puer.23, X.Oec.19.13, Thphr. HP 2.2.4.
II nursery or plantation, IG12.94.33, 22.2493, D.53.15 (all pl.).
German (Pape)
[Seite 1319] τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
rejeton d'une plante.
Étymologie: φυτεύω.
Russian (Dvoretsky)
φῠτευτήριον: τό
1 саженец Xen.;
2 рассадник, питомник Dem.
Greek Monolingual
το / φυτευτήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών
μσν.-αρχ.
κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα
αρχ.
έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση, φυτώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω + κατάλ. -τήρι(ον), πρβλ. κλαδευτήρι (κλαδευτήριον)].
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτήριον: τό, φυτὸν ἀναπτυχθὲν ὡς παραφυάς, ἢ ἐντὸς δενδροκομείου πρὸς μεταφύτευσιν, φυντάνι, Λατ. planta, stolo, viviradix, Ἱππ. 242. 47., 243. 4 καὶ 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 13. ΙΙ. δενδροκομεῖον ἢ φυτεία, Δημ. 1251. 23.
Greek Monotonic
φῠτευτήριον: τό,
I. φυτό που αναπτύσσεται μέσα σε δενδροκομείο, σε Ξεν.
II. δενδροκομείο ή φυτώριο, σε Δημ.
Middle Liddell
φῠτευτήριον, ου, τό, [from φῠτεύω]
I. a plant grown in a nursery, Xen.
II. a nursery or plantation, Dem.