φυτευτήριον: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(Bailly1_5)
m (1 revision imported)
 
(16 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyteftirion
|Transliteration C=fyteftirion
|Beta Code=futeuth/rion
|Beta Code=futeuth/rion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">layer</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Nat.Puer.</span>23</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>19.13</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.2.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">nursery</b> or <b class="b2">plantation</b>, I<span class="title">G</span>12.94.33, 22.2493, <span class="bibl">D.53.15</span> (all pl.).</span>
|Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[layer]], Hp.''Nat.Puer.''23, X.''Oec.''19.13, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.2.4.<br><span class="bld">II</span> [[nursery]] or [[plantation]], I''G''12.94.33, 22.2493, D.53.15 (all pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[rejeton d'une plante]].<br />'''Étymologie:''' [[φυτεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠτευτήριον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[саженец]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[рассадник]], [[питомник]] Dem.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[φυτευτήριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] κατάλληλο για το [[φύτευμα]] ποωδών, [[κυρίως]], [[φυτών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάδος]] φυτού που χρησιμεύει για [[μεταφύτευση]] και πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκταση]] γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για [[μεταφύτευση]], [[φυτώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> [[κλαδευτήρι]] ([[κλαδευτήριον]])].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠτευτήριον''': τό, φυτὸν ἀναπτυχθὲν ὡς [[παραφυάς]], ἢ ἐντὸς δενδροκομείου πρὸς μεταφύτευσιν, φυντάνι, Λατ. planta, stolo, viviradix, Ἱππ. 242. 47., 243. 4 καὶ 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 13. ΙΙ. δενδροκομεῖον ἢ [[φυτεία]], Δημ. 1251. 23.
|lstext='''φῠτευτήριον''': τό, φυτὸν ἀναπτυχθὲν ὡς [[παραφυάς]], ἢ ἐντὸς δενδροκομείου πρὸς μεταφύτευσιν, φυντάνι, Λατ. planta, stolo, viviradix, Ἱππ. 242. 47., 243. 4 καὶ 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 13. ΙΙ. δενδροκομεῖον ἢ [[φυτεία]], Δημ. 1251. 23.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ου (τό) :<br />rejeton d’une plante.<br />'''Étymologie:''' [[φυτεύω]].
|lsmtext='''φῠτευτήριον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> [[φυτό]] που αναπτύσσεται μέσα σε [[δενδροκομείο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[δενδροκομείο]] ή [[φυτώριο]], σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῠτευτήριον, ου, τό, [from φῠτεύω]<br /><b class="num">I.</b> a [[plant]] [[grown]] in a [[nursery]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> a [[nursery]] or [[plantation]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 07:03, 8 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτήριον Medium diacritics: φυτευτήριον Low diacritics: φυτευτήριον Capitals: ΦΥΤΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: phyteutḗrion Transliteration B: phyteutērion Transliteration C: fyteftirion Beta Code: futeuth/rion

English (LSJ)

τό,
A layer, Hp.Nat.Puer.23, X.Oec.19.13, Thphr. HP 2.2.4.
II nursery or plantation, IG12.94.33, 22.2493, D.53.15 (all pl.).

German (Pape)

[Seite 1319] τό, eine Pflanze, die von Ausläufern od. aus der Baumschule genommen ist; Xen. Oec. 19, 13; ἐλαιῶν Dem. 53, 15.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
rejeton d'une plante.
Étymologie: φυτεύω.

Russian (Dvoretsky)

φῠτευτήριον: τό
1 саженец Xen.;
2 рассадник, питомник Dem.

Greek Monolingual

το / φυτευτήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών
μσν.-αρχ.
κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα
αρχ.
έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση, φυτώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω + κατάλ. -τήρι(ον), πρβλ. κλαδευτήρι (κλαδευτήριον)].

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτήριον: τό, φυτὸν ἀναπτυχθὲν ὡς παραφυάς, ἢ ἐντὸς δενδροκομείου πρὸς μεταφύτευσιν, φυντάνι, Λατ. planta, stolo, viviradix, Ἱππ. 242. 47., 243. 4 καὶ 13, Ξεν. Οἰκ. 19, 13. ΙΙ. δενδροκομεῖον ἢ φυτεία, Δημ. 1251. 23.

Greek Monotonic

φῠτευτήριον: τό,
I. φυτό που αναπτύσσεται μέσα σε δενδροκομείο, σε Ξεν.
II. δενδροκομείο ή φυτώριο, σε Δημ.

Middle Liddell

φῠτευτήριον, ου, τό, [from φῠτεύω]
I. a plant grown in a nursery, Xen.
II. a nursery or plantation, Dem.