θρηνώδης: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(13_4) |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θρην-ώδης, θρηνῶδες, [[εἶδος]], [[like a lament]], [[lamentable]], [[inclined to lamentation]], [[like a dirge]], [[fit for a dirge]], Plat. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] θρηνῶδες, [[weinerlich]], [[klagend]]; [[ἁρμονία]]ι Plat. Rep. III, 398 d 411 a; [[μέλος]] Hdn. 4, 2, 10; [[ὕμνος]] D. C. 74, 6; – τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς, neben φιλοπενθές, zum Klagen geneigte Stimmung, Plut. reip. ger. pr. 30. – Adv., los. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, θρηνῶδες :<br /><b>1</b> [[qui exprime une plainte]], [[plaintif]], [[lamentable]] (rythme, chant, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[porté à se lamenter]], [[enclin à la tristesse]].<br />'''Étymologie:''' [[θρῆνος]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρηνώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[похожий на погребальную песнь]], [[скорбный]], [[жалобный]] (ἁρμονίαι Plat.; [[μέλος]] Plut.): τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. грустное настроение;<br /><b class="num">2</b> [[склонный к плачу]], [[плаксивый]] Plat. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θρηνώδης''': θρηνῶδες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θρήνῳ, [[κατάλληλος]] πρὸς θρῆνον, ἁρμονίαι Πλάτ. Πολ. 398D, 411Α· [[φθόγγος]], [[μέλος]] Πλούτ., κλ.· τὸ θρ. τῆς ψυχῆς, θρηνητικὴ [[διάθεσις]], Πλούτ. 2. 822C. 2) = [[θρηνητικός]], ἐπὶ προσώπ., Πλάτ. Νόμ. 792Α, πρβλ. Πολ. 606Α. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[θρηνώδης]], θρηνῶδες) [[θρήνος]]<br />αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, [[θρηνητικός]] («θρηνώδη άσματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[επιρρεπής]] σε θρήνο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» — ψυχική [[διάθεση]] για θρήνο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[θρηνωδώς]] (ΑΜ θρηνωδῶς)<br />με θρηνώδη τρόπο, με θρήνους. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θρηνώδης:''' θρηνῶδες ([[εἶδος]]), αυτός που είναι ομοίος με θρήνο, αυτός που ταιριάζει σε θρήνο, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:54, 14 October 2024
Middle Liddell
θρην-ώδης, θρηνῶδες, εἶδος, like a lament, lamentable, inclined to lamentation, like a dirge, fit for a dirge, Plat.
German (Pape)
[Seite 1218] θρηνῶδες, weinerlich, klagend; ἁρμονίαι Plat. Rep. III, 398 d 411 a; μέλος Hdn. 4, 2, 10; ὕμνος D. C. 74, 6; – τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς, neben φιλοπενθές, zum Klagen geneigte Stimmung, Plut. reip. ger. pr. 30. – Adv., los.
French (Bailly abrégé)
ης, θρηνῶδες :
1 qui exprime une plainte, plaintif, lamentable (rythme, chant, etc.);
2 porté à se lamenter, enclin à la tristesse.
Étymologie: θρῆνος, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
θρηνώδης:
1 похожий на погребальную песнь, скорбный, жалобный (ἁρμονίαι Plat.; μέλος Plut.): τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς Plut. грустное настроение;
2 склонный к плачу, плаксивый Plat.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνώδης: θρηνῶδες, (εἶδος) ὅμοιος θρήνῳ, κατάλληλος πρὸς θρῆνον, ἁρμονίαι Πλάτ. Πολ. 398D, 411Α· φθόγγος, μέλος Πλούτ., κλ.· τὸ θρ. τῆς ψυχῆς, θρηνητικὴ διάθεσις, Πλούτ. 2. 822C. 2) = θρηνητικός, ἐπὶ προσώπ., Πλάτ. Νόμ. 792Α, πρβλ. Πολ. 606Α.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ θρηνώδης, θρηνῶδες) θρήνος
αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο
2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» — ψυχική διάθεση για θρήνο.
επίρρ...
θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς)
με θρηνώδη τρόπο, με θρήνους.
Greek Monotonic
θρηνώδης: θρηνῶδες (εἶδος), αυτός που είναι ομοίος με θρήνο, αυτός που ταιριάζει σε θρήνο, σε Πλάτ.