τεκτοσύνη: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tektosyni | |Transliteration C=tektosyni | ||
|Beta Code=tektosu/nh | |Beta Code=tektosu/nh | ||
|Definition=ἡ, the [[art of a joiner]], [[carpentry]], ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων | |Definition=ἡ, the [[art of a joiner]], [[carpentry]], ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.5.250; <b class="b3">ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας</b> [[hand]] [[unhonoured]] in its [[art]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1015 (lyr.): metaph., τ. ἐπέων ''AP''7.159 (Nicarch.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:33, 19 October 2024
English (LSJ)
ἡ, the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.5.250; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, E.Andr.1015 (lyr.): metaph., τ. ἐπέων AP7.159 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1084] ἡ, die Kunst des Zimmermanns, die Baukunst, auch die Arbeit selbst, der Bau; Hom. im plur., ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, Od. 5, 250; Eur. Andr. 1015; ἐπέων, Nicarch. 38 (VII, 159).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gén. pl. épq. τεκτοσυνάων;
ouvrage de charpente ou d'architecture, art de construire.
Étymologie: τέκτων.
Russian (Dvoretsky)
τεκτοσύνη: (ῠ) ἡ тж. pl.
1 плотничное мастерство Hom., Eur.;
2 мастерство, искусство: τ. ἐπέων Anth. поэтическое искусство.
Greek (Liddell-Scott)
τεκτοσύνη: ἡ, τέχνη τοῦ τέκτονος, τεκτονική, ξυλουργική, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ὀδ. Ε. 250· ἄτιμον χεῖρα τεκτοσύνας, χεῖρα μὴ τιμηθεῖσαν ἐν τῇ τέχνῃ της, Εὐριπ. Ἀνδρ. 1015· μεταφ., τ. ἐπέων Ἀνθ. Π. 7. 159.
English (Autenrieth)
art of the joiner, carpentry, pl., Od. 5.250†.
Greek Monolingual
ἡ, Α τέκτων, -ονος]
1. η τέχνη του τέκτονα, του μαραγκού
2. μτφ. δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα («τεκτοσύνη ἐπέων», Παλ. Ανθ.).
Greek Monotonic
τεκτοσύνη: ἡ, η τέχνη του ξυλουργού, ξυλουργική τέχνη, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων, σε Ομήρ. Οδ.· ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας, χέρι μη τιμημένο, μη ικανό στην τέχνη του, σε Ευρ.
Middle Liddell
τεκτοσύνη, ἡ,
the art of a joiner, carpentry, ἀνὴρ εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Od.; ἄτιμον χέρα τεκτοσύνας hand unhonoured in its art, Eur. [from τέκτων