κυματοπλήξ: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kymatopliks | |Transliteration C=kymatopliks | ||
|Beta Code=kumatoplh/c | |Beta Code=kumatoplh/c | ||
|Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[wavebeaten]], ἀκτά S.''OC''1241 (lyr.); σκόπελος ''AP''10.7 (Arch.); [[tossed by the waves]], of fish, Hp.''Vict.''2.48, Archestr.''Fr.''11, Mnesith. ap. Ath.8.358b. | |Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[wavebeaten]], ἀκτά [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1241 (lyr.); σκόπελος ''AP''10.7 (Arch.); [[tossed by the waves]], of fish, Hp.''Vict.''2.48, Archestr.''Fr.''11, Mnesith. ap. Ath.8.358b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:45, 20 October 2024
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, wavebeaten, ἀκτά S.OC1241 (lyr.); σκόπελος AP10.7 (Arch.); tossed by the waves, of fish, Hp.Vict.2.48, Archestr.Fr.11, Mnesith. ap. Ath.8.358b.
German (Pape)
[Seite 1530] ῆγος, von Wellen geschlagen, ἀκτὰ κυμ. κλονεῖται Soph. O. C. 1243; σκόπελος Archi. 16 (X, 7); Archestr. bei Ath. VII, 300 e, vgl. VIII, 358 b, ἰχθ ῦς, wo früher κυματοπληγεῖς stand.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: κῦμα, πλήττω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυματοπλήξ -ῆγος [κῦμα, πλήττω] door golven gebeukt.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτοπλήξ: πλῆγος adj. ударяемый волнами (ἀκτή Soph.; σκόπελος Anth.).
Greek Monolingual
κυματοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που πλήττεται από τα κύματα, αυτός τον οποίο χτυπούν τα κύματα («ἀκτὰ κυματοπλήξ χειμερία κλονεῖται», Σοφ.)
2. αυτός που αναρρίπτεται, που ανατινάσσεται από τα κύματα («κυματοπλῆγες Iχθύες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ηλιοπλήξ, κωμοπλήξ].
Greek Monotonic
κῡμᾰτοπλήξ: -ῆγος, ὁ, (πλήσσω), κυματόδαρτος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἀκτὴ Σοφ. Ο. Κ. 1241· σκόπελος Ἀνθ. Π. 10. 7· ἰχθύες πλανῆται καὶ κυματοπλῆγες Ἱππ. 357. 48, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 300Ε, Μνησίθ. αὐτόθι 358Β.