δίστολος: Difference between revisions
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=distolos | |Transliteration C=distolos | ||
|Beta Code=di/stolos | |Beta Code=di/stolos | ||
|Definition=δίστολον, [[in pairs]], [[two together]], or simply, [[two]], ἀδελφαί S.''OC''1055 (lyr.). | |Definition=δίστολον, [[in pairs]], [[two together]], or simply, [[two]], ἀδελφαί [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1055 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 06:46, 20 October 2024
English (LSJ)
δίστολον, in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.
German (Pape)
ἀδελφεαί, das Schwesterpaar, Soph. O.C. 1058, ch.; vgl. μονόστολος.
Russian (Dvoretsky)
δίστολος: двоякий, парный: δίστολοι ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.
Greek (Liddell-Scott)
δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.
Greek Monolingual
δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.
Greek Monotonic
δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.