ἐκχράω: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(4)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekchrao
|Transliteration C=ekchrao
|Beta Code=e)kxra/w
|Beta Code=e)kxra/w
|Definition=(v. <b class="b3">χράω</b> c), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">declare as an oracle, tell out</b>, τὰ πόλλ' . . ὅτ' ἐξέχρη κακά <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>87</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">suffice</b>, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα <span class="bibl">Hdt.8.70</span>: impers., c. inf., <b class="b3">κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι</b>; how <b class="b2">will it suffice</b> him, how <b class="b2">will he be content</b> to . . ? <span class="bibl">Id.3.137</span>.</span>
|Definition=(v. [[χράω]] c),<br><span class="bld">A</span> [[declare as an oracle]], [[tell out]], τὰ πόλλ'.. ὅτ' ἐξέχρη κακά [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''87.<br><span class="bld">II</span> [[suffice]], οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα [[Herodotus|Hdt.]]8.70: impers., c. inf., [[κῶς]] ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; how will it [[suffice]] him, how will he be [[content]] to.. ? Id.3.137.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[predecir]] (Φοῖβος) τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά cuando (Febo) presagió aquel cúmulo de desgracias</i> S.<i>OC</i> 87<br /><b class="num"></b>[[decir, emitir proféticamente]] τοίην ... φωνὴν ἀθα<νά>την Posidipp.Epigr.37.12.<br />[[satisfacer]], [[ser conveniente]] c. dat. de pers. e inf. οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι el día no les permitió presentar batalla naval</i> Hdt.8.70, κῶς ταῦτα βασιλέϊ ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ¿cómo se conformaría el rey con ser ultrajado?</i> Hdt.3.137.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] (s. [[χράω]]), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0787.png Seite 787]] (s. [[χράω]]), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. fut. et ao. impers.</i> • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;<br />suffire : [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l'inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]⁴.<br /><span class="bld">2</span><i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἐξέχρη;<br />annoncer un oracle, prédire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκχράω:'''<br /><b class="num">I</b> [[быть достаточным]], [[пригодным]] или [[возможным]]: οὐκ ἐξέχρησέ [[σφι]] ἡ [[ἡμέρη]] ναυμαχίην ποιήσασθαι Her. днем они не смогли вступить в морской бой; [[κῶς]] [[ταῦτα]] Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; Her. как можно будет Дарию стерпеть подобные оскорбления?<br /><b class="num">II</b> (3 л. sing. impf. ἐξέχρη) предсказывать, прорицать (Pind. - in tmesi; πολλὰ κακά Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκχράω''': (ἴδε [[χράω]] γ), χρησμοδοτῶ, [[θεσπίζω]], τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ [[ἡμέρα]] Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς [[ταῦτα]] βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137.
|lstext='''ἐκχράω''': (ἴδε [[χράω]] γ), χρησμοδοτῶ, [[θεσπίζω]], τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ [[ἡμέρα]] Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς [[ταῦτα]] βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>seul. fut. et ao. impers.</i> • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;<br />suffire : [[κῶς]] βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l’inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]⁴.<br /><span class="bld">2</span><i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἐξέχρη;<br />annoncer un oracle, prédire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χράω]]³.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[predecir]] (Φοῖβος) τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά cuando (Febo) presagió aquel cúmulo de desgracias</i> S.<i>OC</i> 87<br /><b class="num">•</b>[[decir, emitir proféticamente]] τοίην ... φωνὴν ἀθα<νά>την Posidipp.Epigr.37.12.<br /><br />[[satisfacer]], [[ser conveniente]] c. dat. de pers. e inf. οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι el día no les permitió presentar batalla naval</i> Hdt.8.70, κῶς ταῦτα βασιλέϊ ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ¿cómo se conformaría el rey con ser ultrajado?</i> Hdt.3.137.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκχράω]] ιων. τ. ἐκχρέω (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαρκώ]], [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[επαρκής]] για [[κάτι]], [[ικανοποιώ]], αρέσω<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐκχρήσει</i>, <i>ἐξέχρησε</i> με απρμφ.<br />θα [[είναι]] ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῡτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα [[είναι]] ανεκτό— στον [[βασιλέα]] να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)———————— <b>(II)</b><br />[[ἐκχράω]] (Α)<br />[[αναγγέλλω]] ως χρησμό, [[χρησμοδοτώ]], [[προλέγω]], [[θεσπίζω]] («τὰ πόλλ' ἐκεῑν' ὅτ' ἐξέχρη [[κακά]]» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐκχράω]] ιων. τ. ἐκχρέω (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαρκώ]], [[επαρκώ]], [[είμαι]] [[επαρκής]] για [[κάτι]], [[ικανοποιώ]], αρέσω<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐκχρήσει</i>, <i>ἐξέχρησε</i> με απρμφ.<br />θα [[είναι]] ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῦτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα [[είναι]] ανεκτό— στον [[βασιλέα]] να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)<br /><b>(II)</b><br />[[ἐκχράω]] (Α)<br />[[αναγγέλλω]] ως χρησμό, [[χρησμοδοτώ]], [[προλέγω]], [[θεσπίζω]] («τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη [[κακά]]» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκχράω:''' μέλ. <i>χρήσω</i>, αόρ. βʹ [[ἐξέχρην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[χρησμοδοτώ]], [[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρκώ]], [[επαρκώ]], σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το <i>ἀποχρᾷ</i>, με απαρ., [[κῶς]] βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.
|lsmtext='''ἐκχράω:''' μέλ. <i>χρήσω</i>, αόρ. βʹ [[ἐξέχρην]]·<br /><b class="num">I.</b> [[χρησμοδοτώ]], [[διακηρύσσω]], [[ανακοινώνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[αρκώ]], [[επαρκώ]], σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το <i>ἀποχρᾷ</i>, με απαρ., [[κῶς]] βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -χρήσω aor2 [[ἐξέχρην]]<br /><b class="num">I.</b> to [[declare]] as an [[oracle]], [[tell]] out, Soph.<br /><b class="num">II.</b> to [[suffice]], Hdt.:— impers., like ἀποχρᾷ, c. inf., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; how [[will]] it [[suffice]] him? how [[will]] he be [[content]] to . . ? Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 06:51, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκχράω Medium diacritics: ἐκχράω Low diacritics: εκχράω Capitals: ΕΚΧΡΑΩ
Transliteration A: ekchráō Transliteration B: ekchraō Transliteration C: ekchrao Beta Code: e)kxra/w

English (LSJ)

(v. χράω c),
A declare as an oracle, tell out, τὰ πόλλ'.. ὅτ' ἐξέχρη κακά S.OC87.
II suffice, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Hdt.8.70: impers., c. inf., κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; how will it suffice him, how will he be content to.. ? Id.3.137.

Spanish (DGE)

predecir (Φοῖβος) τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά cuando (Febo) presagió aquel cúmulo de desgracias S.OC 87
decir, emitir proféticamente τοίην ... φωνὴν ἀθα<νά>την Posidipp.Epigr.37.12.
satisfacer, ser conveniente c. dat. de pers. e inf. οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι el día no les permitió presentar batalla naval Hdt.8.70, κῶς ταῦτα βασιλέϊ ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ¿cómo se conformaría el rey con ser ultrajado? Hdt.3.137.

German (Pape)

[Seite 787] (s. χράω), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137.

French (Bailly abrégé)

1seul. fut. et ao. impers. • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;
suffire : κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l'inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?
Étymologie: ἐκ, χράω⁴.
2impf. 3ᵉ sg. ἐξέχρη;
annoncer un oracle, prédire, acc..
Étymologie: ἐκ, χράω³.

Russian (Dvoretsky)

ἐκχράω:
I быть достаточным, пригодным или возможным: οὐκ ἐξέχρησέ σφιἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι Her. днем они не смогли вступить в морской бой; κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; Her. как можно будет Дарию стерпеть подобные оскорбления?
II (3 л. sing. impf. ἐξέχρη) предсказывать, прорицать (Pind. - in tmesi; πολλὰ κακά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκχράω: (ἴδε χράω γ), χρησμοδοτῶ, θεσπίζω, τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς ταῦτα βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137.

Greek Monolingual

(I)
ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α)
1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω
2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ.
θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῦτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα είναι ανεκτό— στον βασιλέα να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)
(II)
ἐκχράω (Α)
αναγγέλλω ως χρησμό, χρησμοδοτώ, προλέγω, θεσπίζω («τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).

Greek Monotonic

ἐκχράω: μέλ. χρήσω, αόρ. βʹ ἐξέχρην·
I. χρησμοδοτώ, διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Σοφ.
II. αρκώ, επαρκώ, σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το ἀποχρᾷ, με απαρ., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -χρήσω aor2 ἐξέχρην
I. to declare as an oracle, tell out, Soph.
II. to suffice, Hdt.:— impers., like ἀποχρᾷ, c. inf., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; how will it suffice him? how will he be content to . . ? Hdt.