ἔκτιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(1ab)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektimos
|Transliteration C=ektimos
|Beta Code=e)/ktimos
|Beta Code=e)/ktimos
|Definition=ον, (τιμή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">without honour</b>, <b class="b3">γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας . . γόων</b> restraining them <b class="b2">so that they show not the honour due</b> to parents, <span class="bibl">S. <span class="title">El.</span>242</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">highly priced</b>, Hsch.</span>
|Definition=ἔκτιμον, ([[τιμή]])<br><span class="bld">A</span> [[without honour]], <b class="b3">γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας.. γόων</b> [[restrain]]ing them so that they [[show]] not the [[honour]] [[due]] to [[parent]]s, S. ''El.''242 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[highly priced]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἔκτῑμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que priva de honor]], [[sin honra]] c. gen. γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ... γόων conteniendo las alas de mis lamentos con deshonra para mis padres</i> S.<i>El</i>.242, cf. Eust.1514.24.<br /><b class="num">2</b> [[altamente estimado]], [[muy apreciado]] Hsch.s.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] ohne Ehre, ungeehrt, Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] [[ohne Ehre]], [[ungeehrt]], Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui n'honore pas]], τινος qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τιμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκτῑμος:''' [[неуважающий]], [[непочтительный]] (γονέων Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκτιμος''': -ον, (τιμὴ) [[ἄνευ]] [[τιμῆς]], γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων [[ὥστε]] νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13.
|lstext='''ἔκτιμος''': -ον, (τιμὴ) [[ἄνευ]] [[τιμῆς]], γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων [[ὥστε]] νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’honore pas, τινος qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τιμή]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἔκτῑμος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[que priva de honor]], [[sin honra]] c. gen. γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ... γόων conteniendo las alas de mis lamentos con deshonra para mis padres</i> S.<i>El</i>.242, cf. Eust.1514.24.<br /><b class="num">2</b> [[altamente estimado]], [[muy apreciado]] Hsch.s.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκτῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που δεν αποδίδει [[τιμή]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἔκτῑμος:''' -ον ([[τιμή]]), αυτός που δεν αποδίδει [[τιμή]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκτῑμος:''' неуважающий, непочтительный (γονέων Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἔκ-τῑμος, ον [[τιμή]]<br />not shewing [[honour]], Soph.
|mdlsjtxt=ἔκ-τῑμος, ον [[τιμή]]<br />not showing [[honour]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 08:23, 21 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτῑμος Medium diacritics: ἔκτιμος Low diacritics: έκτιμος Capitals: ΕΚΤΙΜΟΣ
Transliteration A: éktimos Transliteration B: ektimos Transliteration C: ektimos Beta Code: e)/ktimos

English (LSJ)

ἔκτιμον, (τιμή)
A without honour, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας.. γόων restraining them so that they show not the honour due to parents, S. El.242 (lyr.).
II highly priced, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἔκτῑμος) -ον
1 que priva de honor, sin honra c. gen. γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ... γόων conteniendo las alas de mis lamentos con deshonra para mis padres S.El.242, cf. Eust.1514.24.
2 altamente estimado, muy apreciado Hsch.s.u.

German (Pape)

[Seite 781] ohne Ehre, ungeehrt, Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'honore pas, τινος qqn.
Étymologie: ἐκ, τιμή.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτῑμος: неуважающий, непочтительный (γονέων Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτιμος: -ον, (τιμὴ) ἄνευ τιμῆς, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων ὥστε νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13.

Greek Monolingual

ἔκτιμος, -ον (Α)
1. ο χωρίς τιμή, αυτός που δεν προσφέρει την πρέπουσα τιμή
2. αυτός που τιμά κάποιον ιδιαίτερα
3. εξαιρετικά έντιμος, πολύ εκτιμώμενος
4. αυτός για τον οποίο ορίστηκε τίμημα που πρέπει να πληρώσει.

Greek Monotonic

ἔκτῑμος: -ον (τιμή), αυτός που δεν αποδίδει τιμή, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἔκ-τῑμος, ον τιμή
not showing honour, Soph.