κρείττωσις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(21)
 
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κρείττωσις
|Medium diacritics=κρείττωσις
|Low diacritics=κρείττωσις
|Capitals=ΚΡΕΙΤΤΩΣΙΣ
|Transliteration A=kreíttōsis
|Transliteration B=kreittōsis
|Transliteration C=kreittosis
|Beta Code=krei/ttwsis
|Definition=-εως, ἡ, v. [[κρειττόομαι]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] ἀντισπᾱν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν<br />[[ὥστε]] ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῑν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς [[εἶναι]]», Θεόφρ.).
|mltxt=[[κρείττωσις]], ἡ (Α) [[κρειττούμαι]]<br />[[νόσος]] της αμπέλου που συνίσταται στην [[παρά]] [[φύση]] υπέρμετρη [[ανάπτυξη]] βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ [[κρείττωσις]], [[οἷον]] ἀντισπᾶν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν<br />[[ὥστε]] ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῖν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς [[εἶναι]]», Θεόφρ.).
}}
}}

Latest revision as of 21:10, 23 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρείττωσις Medium diacritics: κρείττωσις Low diacritics: κρείττωσις Capitals: ΚΡΕΙΤΤΩΣΙΣ
Transliteration A: kreíttōsis Transliteration B: kreittōsis Transliteration C: kreittosis Beta Code: krei/ttwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, v. κρειττόομαι.

Greek Monolingual

κρείττωσις, ἡ (Α) κρειττούμαι
νόσος της αμπέλου που συνίσταται στην παρά φύση υπέρμετρη ανάπτυξη βλαστών, λόγω της οποίας ατροφούν και πέφτουν οι ρώγες («ἡ δὲ κρείττωσις, οἷον ἀντισπᾶν καὶ μεθιστάναι τὴν τροφήν
ὥστε ἐξ ἀμφοτέρων εὔλογον ἀπορρεῖν τὰς ρᾱγας καὶ τὰς ἑπιμενούσας ὡς μικρὰς εἶναι», Θεόφρ.).