εὔρις: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
(15)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyris
|Transliteration C=eyris
|Beta Code=eu)/ris
|Beta Code=eu)/ris
|Definition=ινος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a good nose</b>, i. e. <b class="b2">keen-scented</b>, κυνὸς . . ὥς τις εὔρινος βάσις <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>8</span> (v. <b class="b3">εὔρινος</b>), cf. Nic.<span class="title">Fr.</span>98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1093</span>; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.357</span>.</span>
|Definition=ινος, ὁ, ἡ, [[with a good nose]], i.e. [[keen-scented]], κυνὸς… ὥς τις εὔρινος βάσις [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''8 (v. [[εὔρινος]]), cf. Nic.''Fr.''98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.''C.''4.357.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ινος, = [[εὔριν]], Aesch. Ag. 1064.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1093.png Seite 1093]] ινος, = [[εὔριν]], Aesch. Ag. 1064.
}}
{{bailly
|btext=ινος (ὁ, ἡ)<br />[[qui a bon nez]], [[qui a le nez fin]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρις:''' ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (''[[sc.]]'' [[κύων]] Aesch., Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔρῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν [[ῥῖνα]], δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις [[εὔρινος]] βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, [[εὔρις]]…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. [[ἐΰρριν]], Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.
|lstext='''εὔρῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν [[ῥῖνα]], δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις [[εὔρινος]] βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, [[εὔρις]]…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. [[ἐΰρριν]], Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.
}}
{{bailly
|btext=ινος (ὁ, ἡ)<br />qui a bon nez, qui a le nez fin.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ῥίς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔρις]], -ινος και [[εὔριν]], -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[μύτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαθέτει [[οξεία]] όσφρηση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρις</i> «[[μύτη]]»].
|mltxt=[[εὔρις]], -ινος και [[εὔριν]], -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλή [[μύτη]]<br /><b>2.</b> αυτός που διαθέτει [[οξεία]] όσφρηση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ρις</i> «[[μύτη]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔρῑς:''' -ῑνος, ὁ, ἡ ([[ῥίς]]), αυτός που έχει [[καλή]] [[μύτη]], δηλ. αυτός που έχει [[οξεία]] όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, [ῥίς]<br />with a [[good]] [[nose]], i. e. [[keen]]-[[scented]], Aesch., Soph.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[having a keen scent]], [[of a dog]]
}}
}}

Latest revision as of 21:44, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔρῑς Medium diacritics: εὔρις Low diacritics: εύρις Capitals: ΕΥΡΙΣ
Transliteration A: eúris Transliteration B: euris Transliteration C: eyris Beta Code: eu)/ris

English (LSJ)

ινος, ὁ, ἡ, with a good nose, i.e. keen-scented, κυνὸς… ὥς τις εὔρινος βάσις S.Aj.8 (v. εὔρινος), cf. Nic.Fr.98; of Cassandra, εὔρις... κυνὸς δίκην A.Ag.1093; late Ep. dat. pl. ἐϋρρίνεσσι Opp.C.4.357.

German (Pape)

[Seite 1093] ινος, = εὔριν, Aesch. Ag. 1064.

French (Bailly abrégé)

ινος (ὁ, ἡ)
qui a bon nez, qui a le nez fin.
Étymologie: εὖ, ῥίς.

Russian (Dvoretsky)

εὔρις: ρῑνος adj. обладающий хорошим чутьем (sc. κύων Aesch., Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔρῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ῥῖνα, δηλ. ὀξεῖαν ὄσφρησιν, κυνός... ὥς τις εὔρινος βάσις Σοφ. Αἴ. 8· περὶ τῆς Κασσάνδρας, εὔρις…, κυνὸς δίκην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1093· - παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἐΰρριν, Ὀππ. Κυν. 1. 463, πρβλ. 4. 357.

Greek Monolingual

εὔρις, -ινος και εὔριν, -ινος, ὁ, ή (ΑΜ, Α και ἐΰρρις)
1. αυτός που έχει καλή μύτη
2. αυτός που διαθέτει οξεία όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρις «μύτη»].

Greek Monotonic

εὔρῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (ῥίς), αυτός που έχει καλή μύτη, δηλ. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

εὔ-ρῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, [ῥίς]
with a good nose, i. e. keen-scented, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

having a keen scent, of a dog

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)