πολυκαμπής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polykampis
|Transliteration C=polykampis
|Beta Code=polukamph/s
|Beta Code=polukamph/s
|Definition=ές, [[with many curves]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>65</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>6.10.3</span>, <span class="title">AP</span>6.297 (Phan.), etc.; <b class="b3">τὸ π</b>. (sc. <b class="b3">τοῦ κισσοῦ</b>) Plu.2.649b; of a zigzag route, ib.615c: metaph. of music, [[with many flourishes]], <b class="b3">π. μέλη</b> Phrynisap.<span class="bibl">Poll.4.66</span>.
|Definition=πολυκαμπές, [[with many curves]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sens.''65, ''CP''6.10.3, ''AP''6.297 (Phan.), etc.; <b class="b3">τὸ π.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τοῦ κισσοῦ</b>) Plu.2.649b; of a zigzag route, ib.615c: metaph. of music, [[with many flourishes]], <b class="b3">π. μέλη</b> Phrynisap.Poll.4.66.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très courbé, très sinueux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κάμπτω]].
|btext=ής, ές :<br />[[très courbé]], [[très sinueux]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κάμπτω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυκαμπής -ές [πολύς, κάμπτω] met vele bochten.
|elnltext=πολυκαμπής -ές &#91;[[πολύς]], [[κάμπτω]]] [[met vele bochten]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] διανθίσματα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυκαμπές</i><br />η [[ιδιότητα]] του κισσού να κάμπτεται σε [[πολλά]] [[σημεία]] και να περιελίσσεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαθυ</i>-<i>καμπής</i>, <i>οξυ</i>-<i>καμπής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> αυτός που έχει [[πολλά]] διανθίσματα<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυκαμπές</i><br />η [[ιδιότητα]] του κισσού να κάμπτεται σε [[πολλά]] [[σημεία]] και να περιελίσσεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]), [[πρβλ]]. [[βαθυκαμπής]], [[οξυκαμπής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:32, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκαμπής Medium diacritics: πολυκαμπής Low diacritics: πολυκαμπής Capitals: ΠΟΛΥΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: polykampḗs Transliteration B: polykampēs Transliteration C: polykampis Beta Code: polukamph/s

English (LSJ)

πολυκαμπές, with many curves, Thphr. Sens.65, CP6.10.3, AP6.297 (Phan.), etc.; τὸ π. (sc. τοῦ κισσοῦ) Plu.2.649b; of a zigzag route, ib.615c: metaph. of music, with many flourishes, π. μέλη Phrynisap.Poll.4.66.

German (Pape)

[Seite 663] ές, = Folgdm; ἰξύς, Phani. 4 (VI, 297); τὸ ποικίλον καὶ πολυκαμπὲς τῆς περιόδου, Plut. Symp. 1, 1, 5 a. E., u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très courbé, très sinueux.
Étymologie: πολύς, κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκαμπής -ές [πολύς, κάμπτω] met vele bochten.

Russian (Dvoretsky)

πολυκαμπής: весьма гибкий или сильно изогнутый (ἰξύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαμπής: -ές, = τῷ ἑπομ., Θεοφρ. π. Αἰσθ. 65, Ἀνθ. Π. 6. 297, κτλ.· τὸ π. τοῦ κισσοῦ Πλούτ. 2. 649Β· μεταφορ., ἐπὶ ὕφους, αὐτόθι 615C, κτλ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολλές στροφές
2. μουσ. αυτός που έχει πολλά διανθίσματα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυκαμπές
η ιδιότητα του κισσού να κάμπτεται σε πολλά σημεία και να περιελίσσεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. βαθυκαμπής, οξυκαμπής].

Greek Monotonic

πολῠκαμπής: -ές (κάμπτω), πολύ λυγισμένος, εξαιρετικά κυρτωμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολῠ-καμπής, ές κάμπτω
much bent, Anth.