περικαής: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikais
|Transliteration C=perikais
|Beta Code=perikah/s
|Beta Code=perikah/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exceedingly fiery, burning hot</b>, π. πρὸς χεῖρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Coac.</span> 154</span> ; <b class="b3">πρὸς τὴν ἁφήν</b> ib.<span class="bibl">223</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Aph.</span>5.62</span>, etc. ; χωρίον <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.8.3</span> ; π. θερμότης <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>44</span>. Adv. -<b class="b3">καῶς, ἔχειν τινός</b> to be <b class="b2">hot with love</b> for... <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>11</span>, <span class="bibl">Eun.<span class="title">Hist.</span>p.274</span> D., cf. Id.<span class="title">VS</span>p.501 B.</span>
|Definition=περικαές, [[exceedingly fiery]], [[burning hot]], π. πρὸς χεῖρα Hp.''Coac.'' 154; <b class="b3">πρὸς τὴν ἁφήν</b> ib.223, cf. ''Aph.''5.62, etc.; χωρίον J.''BJ''4.8.3; π. θερμότης [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''44. Adv. [[περικαῶς]], ἔχειν τινός to [[be hot with love]] for... Plu.''Ages.''11, Eun.''Hist.''p.274 D., cf. Id.''VS''p.501 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0578.png Seite 578]] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0578.png Seite 578]] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[brûlé tout autour]] <i>ou</i> de tous côtés (pays);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[ardent]], [[brûlant]].<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περικαής -ές [περικαίω] gloeiend, heet; adv. περικαῶς brandend, overdr.. περικαῶς ἔσχεν hij was hevig verliefd Plut. Ages. 11.10.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίει [[ολόκληρος]], ο [[πάρα]] πολύ [[θερμός]] («οἱ περικαέες [[πρός]] χεῖρα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περικαὴς [[θερμότης]]» — ανυπόφορη [[θερμότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικαῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»<br /><b>μτφ.</b> καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από [[πάθος]] για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i>, αόρ. του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> [[διακαής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περικαής:''' -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται [[ολόγυρα]]· επίρρ. [[περικαῶς]] ἔχειν τινός, είμαι [[καυτός]] από [[αγάπη]] για..., σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικαής''': -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ [[χωρίον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. [[θερμότης]] Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
|lstext='''περικαής''': -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ [[χωρίον]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. [[θερμότης]] Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος [[πρός]] τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> brûlé tout autour <i>ou</i> de tous côtés (pays);<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> ardent, brûlant.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
|mdlsjtxt=περι-καής, ές [καίομαι]<br />on [[fire]] all [[round]]: adv., [[περικαῶς]] ἔχειν τινός to be hot with [[love]] for…, Plut.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰής Medium diacritics: περικαής Low diacritics: περικαής Capitals: ΠΕΡΙΚΑΗΣ
Transliteration A: perikaḗs Transliteration B: perikaēs Transliteration C: perikais Beta Code: perikah/s

English (LSJ)

περικαές, exceedingly fiery, burning hot, π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154; πρὸς τὴν ἁφήν ib.223, cf. Aph.5.62, etc.; χωρίον J.BJ4.8.3; π. θερμότης Thphr. Ign.44. Adv. περικαῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for... Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.

German (Pape)

[Seite 578] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brûlé tout autour ou de tous côtés (pays);
2 p. ext. ardent, brûlant.
Étymologie: περικαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικαής -ές [περικαίω] gloeiend, heet; adv. περικαῶς brandend, overdr.. περικαῶς ἔσχεν hij was hevig verliefd Plut. Ages. 11.10.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῖρα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «περικαὴς θερμότης» — ανυπόφορη θερμότητα.
επίρρ...
περικαῶς Α
(ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»
μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -καής (< θ. καη-, πρβλ. -κάη-ν, αόρ. του καίω), πρβλ. διακαής.

Greek Monotonic

περικαής: -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται ολόγυρα· επίρρ. περικαῶς ἔχειν τινός, είμαι καυτός από αγάπη για..., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περικαής: -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ χωρίον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. θερμότης Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος πρός τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.

Middle Liddell

περι-καής, ές [καίομαι]
on fire all round: adv., περικαῶς ἔχειν τινός to be hot with love for…, Plut.